Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε. — Νάτη, ρε! — Νάτη! νάτη! — Άνοιξ' η πόρτα!... — Θα βγη, ρε; — Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;... Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο.

Πότε σας είδε ο κόσμος;... Σας χαίρονται τάγρια βουνά, κ' έχετε συντροφιά σας Τον πύργο τον σκοταδερό, της ποταμιάς το ρέμμα, Τ' αγέρι, τ' άγρια πουλιά, τον ήλιο και τ' αστέρια. Σας παίρν' η άνοιξ' η γλυκειά και λυόνουνε τα χιόνια, Και λουλουδιάζουν τα βουνά και κελαϊδούν τ' αηδόνια, Κι' ο κόσμος όλος χαίρεται κ' η πλάση αναγεννιέται, Εσείς και τότε θλίβεστε, και κλαίγεστε για ταίρι.

Γιατί σ' ακούει κανείς από την εξουσία κ' ευρίσκεις τον μπελά σου! Άφησε και την πόστα και τον ποστιέρη να κουρεύωνται, και βλέπε την δουλειά σου, σαν νοικοκυροπαίδι. Μα κείνος ο μακαρίτηςτον ήξευρες πώς ήτανεδεν τον εχωρούσεν ο τόπος να καθήση. Τον έμαθα τέχνη και τον άνοιξ' αργαστήρι, για να πιάση τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα που αγαπούσε να γερνά μέσα στους δρόμους!

Τι γράφει απάνω;., αριθμό έχει μονάχα. . πουν' η ρετσέτα; -Την κρατήσανε στο φαρμακείο. Άνοιξ’ ένα σκονάκι ο γιατρός κ' έβαλε στη γλώσσα του και χτύπησε τα χείλια του. . σήκωσε τους ώμους και κρέμασε το κάτω χείλι τον, σα νάθελε να πη: «ξέρω κ' εγώ τι κουραφέξαλα είνε αυτά !» -Τώρα ό,τι είναι είναι! Σταθήτε να κάμουμε μια στιγμή την ένεση.

Εγώ, που βλέπεις, γέννημα και θρέμμα είμ' αρχόντων και κάτι 'ξεύρω, που αυτήν την εντολήν σου δίδω. ΙΠΠΟΤ. Σε ξαναβλέπω. ΚΕΝΤ Όχι! Μη! — Διά να σ' αποδείξω ότ' είμ' εγώ καλλίτερος απ' ό,τι με νομίζεις, άνοιξ' αυτό μου το πουγγί και ό,τι έχει πάρτο. — Την Κορδηλίαν αν ιδής, καθώς ελπίζω, φίλε, το δακτυλίδι δείξε της αυτό εδώ, και τότε το άγνωστόν μου όνομα θα μάθης απ' εκείνην. Τι τρικυμία φοβερά!

Αλάλαξαν τόρα από χαρά στο σπίτι της κάτω. Η πόρτα άνοιξε διάπλατη απάνω στο χαγιάτη. Χείμαρος φωτεινός εξεχύθηκε κάτω ορμητικά. Έλουσε, επερίχυσε ταμέτρητο όξω παιδολάσι, που με τόση υπομονή ακαρτερούσε τη θριαμβική παράτα της. — Νάτη τόρα' νάτη!... — Νάτη! νάτη!... — Άνοιξ' η πόρτα!... — Βγαίνει πια!... — Βγαίνει τόρα! Βγαίνει!... Εχάρηκαν τόρα κ' έσκουξαν κ' εσφύριξαν.

Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα: Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα, Και ποιοςτα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση; 'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήσητο χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου Να του χαρίσω αμέτρητο. Δεν άνοιξ' ένα στόμα, Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε.

ΛΑΕΡΤΗΣ Και ως προς το ερωτικό μετώρισμα του Αμλέτου, πάρ' τ' ως συνήθειαν και ως του αίματος παιγνίδι· είναι γιοφύλλι 'πώχει ανοίξ' η φύσις νέα, πρώιμο και γλυκό, πλην πρόσκαιρο και γέρνει, μιας στιγμής ευωδιά και χάρις, τίποτ' άλλο. ΟΦΗΛΙΑ Α! τίποτ' άλλο παρ' αυτό;

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν