Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Εγέμιζε κλάψες και θρηνωδίες γύρω τον αέρα, που σπάραζαν την καρδιά κ' εσήκωναν την τρίχα. Ένα, ένα τάλλα τα βόιδα διάβαιναν τόρα το στενό. Πάτησαν τη θηλιά κατάστρατα απλωμένη, κ' εξεστράτισαν μες τις ελιές, λαφιασμένα στο μακελιό περίγυρα. Ο Λιάρος απόμεινε ολομόναχος, σκλαβωμένος. Ήρθε κ' η αράδα του!
Επί τέλους επροσποιήθησαν ότι εβγάζουν το ύφασμα από το εργαλείον, έκοβαν τον αέρα με μεγάλα ψαλίδια, έρραψαν με βελόνας χωρίς κλωστήν και εκήρυξαν ότι τα βασιλικά φορέματα είναι έτοιμα. Ο βασιλεύς υπήγε πάλιν με την συνοδείαν του· οι δε αγύρται εσήκωναν το έν χέρι, ωσάν να εκρατούσαν κάτι, και έλεγαν: Ιδού το βρακί, ιδού ο επενδύτης, ιδού ο μανδύας, και ούτω καθεξής.
Εσήκωναν τα κουπιά μαζί κ' ένας που ήταν αρχηγός τους έλεγε κάποιο τραγούδι· οι άλλοι σαν χορός εφωνάζανε με μια φωνή σύμφωνα με την φωνήν εκείνου.
Όλοι με τα μαλλιά μακριά, λυγδιάρικα και αξάγκλεγα, που εκρέμαγαν κ' εσκέπαζαν τα μάτια τους μπροστά κι άφξαιναν τη φριχτή τους όψη· και όλοι με ένα σβυσμένο ανάβλεμμα υγρό, που εχώνεβε σε αφάνταστην αγριότη. Έπαιρναν τις παλιοκασέλες πίσω τους, κ' εσήκωναν μπόγους τα ξεφτισμένα βρώμικα παλιοκούρελα πάνω στους ώμους τους, που τα μεταχειρίζονταν στρώματα ή παπλώματα.
Έχεις ακόμη να φας πολλά μακαρόνια, πριν μεταβής εις τον άλλον κόσμον. Η προσλαλιά αύτη ήρκεσε να διαλύση πάντα δισταγμόν και πάντα φόβον του καταδίκου. Ωμοίαζεν άνθρωπον από το στήθος του οποίου θα εσήκωναν βαρύν βράχον.
Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε. — Νάτη, ρε! — Νάτη! νάτη! — Άνοιξ' η πόρτα!... — Θα βγη, ρε; — Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;... Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο.
Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους.
Ο υποναύκληρος με άλλους δύο, εμπάλωναν στην πλώρη ένα πανί· και οι λοιποί ορθοστεκάμενοι με τα χέρια σταυρωμένα, την πίπα στο στόμα εσήκωναν τα μάτια στα πανιά με απελπιστικήν αγωνία.
Εκτυπούσαν τον αέρα με δύναμιν και το εσήκωναν υψηλά, και χωρίς και αυτό το ίδιον να ηξεύρη πώς το κατώρθωσε, ευρέθη έξαφνα μίαν ημέραν εις ένα ωραίον κήπον, όπου εμύριζε γλυκά η πασχαλιά, τα δε κλαδιά των δένδρων ήγγιζαν μίαν μικράν λίμνην, της οποίας το νερόν έλαμπεν ωσάν καθρέπτης.
Πλην τούτο ίσως το συνήθιζον και άλλοι ναυτικοί, και, διά να είπωμεν την μαύρην αλήθειαν, ποτέ δεν έλειψεν από τον ναυτικόν μας κόσμον αυτή η στοιχειώδης πειρατεία. Και όμως οι άλλοι ποτέ δεν ημπορούσαν, όπως ωμολόγουν οι ίδιοι, να «κεφαλώσουν», δεν εσήκωναν δηλαδή άνω την κεφαλήν, από τας καταδρομάς της τύχης. Αλλά διά τον καπετάν Στέφον όμως η κλεψιά του έβγαινεν εις καλόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν