United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε κ' ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακρυά- μακρυά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά- υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, έως ότου τον έκαυσαν.

Μήτε κουκούτσι ουσία δεν έκρυβαν τατέλειωτα λόγια τους. Και καθώς όταν πήγαιναν τότες οι Έλληνες στα Μαντεία, δε ρωτούσαν πια για πολέμους και για νίκες, παρά για γάμους και για προικιά, έτσι κι όταν άκουγαν την ανούσια εκείνη ρητορική, βρίσκανε στο τέλος άδειο και το πουγγί τους από χρήματα, και το κεφάλι τους από κάθε ιδέα. Το κακό είταν αρχινημένο από καιρό.

Ένα ολόκληρον χρόνον έμεινεν η δραχμή εις τον τόπον της, εκεί όπου εγεννήθη. Έπειτα εξεκίνησε να ιδή και τα έξω μέρη. Ένας πατριώτης της, ο οποίος έφευγε, την επήρε κατά λάθος εις το πουγγί του. Όταν την είδε ανακατωμένην με τα άλλα ξένα νομίσματα, τα οποία είχε πάρει, είπε: — Να και μία ιδική μας δραχμή. Ας ταξειδεύση και αυτή μαζή μου, η πτωχή!

Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα.

ΓΛΟΣΤ. Δεν ημπορώ να το ιδώ, κι' αν ήτον ένας ήλιος το κάθε γράμμα. ΕΔΓΑΡ Αν κανείς μου το εδιηγείτο δεν θα το 'πίστευα ποτέ. Το βλέπω, κ' η καρδιά μου ραγίζει απ' την λύπην της. ΛΗΡ Ανάγνωσέ το, λέγω. ΓΛΟΣΤ. Με τ' άδεια μου τα βλέφαρα; ΛΗΡ Ω, ω! Λοιπόν είμεθα ίσα κ' ίσα! Χωρίς 'μάτιατο κεφάλι και χωρίς χρήματατο πουγγί! Σου εβάρυναν τα 'μάτια και σου ελάφρωσε το πουγγί!

Δεν αγαπάτε κανένα, ούτε τον ίδιο σας τον εαυτόΟι δυο φίλοι σκουντούσαν ο ένας τον άλλο χαμογελώντας. «Είσαι πραγματικά άρρωστος απόψε∙ άδειο το πουγγί, βλέπεις.» «Το δικό μου το πουγγί είναι πιο γεμάτο από το δικό σας! Πάμε στο καπηλειό και θα δείτε», είπε κοκκινίζοντας μες στο σκοτάδι. «Δεν θέλησες να πιείς μαζί μας! Και πεθαμένο να σε δω, δε δέχομαι το κρασί σου

Μιαν ημέραν το πουγγί έτυχε ν' ανοίξη, και η δραχμή εγλίστρησεν αμέσως προς το άνοιγμα και έσκυψε να ιδή έξω. Τούτο ήτο κακοήθειά της. Αλλά είχε περιέργειαν και την έπαθε, καθώς συχνά την παθαίνουν οι περίεργοι. Σκύπτουσα έπεσεν από το πουγγί εις την τζέπην.

Οι θεοί να σε φυλάγουν, καλής μάνας υιέ, από τα βρωμοδαιμόνια. Ο καϋμένος ο τρελλός είχε πέντε δαιμόνια μέσα του, όλα μαζί και τα πέντε! Οι θεοί να σ' ευλογήσουν, αυθέντα! ΓΛΟΣΤ. Πάρε αυτό μου το πουγγί συ, εξευτελισμένε απ' την οργήν των ουρανών και την καταδρομήν των. Ας γίνη η δυστυχία μου ελάφρωσις 'δική σου. Αυτό να είναι πάντοτε, θεοί, το θέλημά σας!

Και καθώς την έρριψε πάλιν εις το πουγγί, η δραχμή ετινάχθη και εβρόντησεν από την χαράν της. Και έμενεν εκεί με τους ξένους συντρόφους της, οι οποίοι επήγαιναν και ήρχοντο και ήλλαζαν κάθε ημέραν. Αλλά η δραχμή έμενε πάντοτε κρυμμένη εκεί μέσα.

Ή μήπως των πλουσίων τα πλούτη θα σαρώσης; ή μήπως το πουγγί σου θα 'βρίσκεται γεμάτο; ή τάχα θα 'μπορέσης το σπήτι να πληρώσης, που έκτισες με χρέος 'στόν Φαληρέα κάτω; Και αν δεχθής ακόμη σαν τον Αναξιμένη πως ο αήρ το Σύμπαν και άπειρον σημαίνει, θαρρείς πως θα περάση και μόνον μια ημέρα, που δεν θα καβουρδίσης κοπανιστόν αέρα;