United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποια η ανάγκη να φέρη βοήθεια; Κι' αν ήθελε πάλι να με πιάση ζωντανό γιατί, αφού με αφώπλισε, έπειτα μάφησε το ίδιο το σπαθί του; Α! σε κατάλαβα, Πατέρα! Όχι από φόβο, παρά από τρυφερότητα κι' από οίκτο, θέλησες να μας συγχωρήσης. Να μας συγχωρήση; Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να δώση αθώωσι για ένα τέτοιο έγκλημα χωρίς να εξευτελισθή; Όχι, δεν εσυγχώρησε, παρά εκατάλαβε.

Μα γιατί να σου το έλεγα, πριν έρθη η ανάγκη να σου το πω; Ήθελα να ζήσω μαζί σου, Γιώργο, γιατί σ' αγαπούσα περσότερο από καθετίς άλλο σ' όλη τη ζωή. Τώρα δεν είμαι νέα. Γέρασα τόσο, όσο δε θα γεράσης εσύ ποτέ. Μόνο πως εσύ δεν το ήξερες, πως δε θέλησες να το δης ποτέ κι αφού σ' έβλεπα τόσο ευτυχισμένον, δεν ήθελα να σε ταράξω.

Νόμιζα πως η λύπη για το παιδί σας. . . Εσύ δεν είσουνα άξιος λύπης. Σου είχα ετοιμάσει ένα δρόμο που θα σ' έφερνε, αν ήθελες να τον ακολουθήσης, σε μια υπέροχη κοινωνική θέση. Χρήματα για σένα μπορούσα να ξοδέψω όσα κι ά μου ζητούσες, αν ήθελες να σπουδάσης, να γίνης ένας επιστήμονας. Είχαμε ανάγκη ν' ανέβουμε πιο αψηλά στην κοινωνία απ' ό,τι είμαστε τώρα. Εσύ δε θέλησες να το νοιώσης ποτέ αυτό.

Αφίνω τώρα το βωμό, και πρέπει να πεθάνω. Σφάχτε με, αλλά τίποτα δεν κάνετε με τούτο• εγώ το κάνιστρο κρατώ και τούτα τα κρυμμένα. ΙΩΝ Κ' αυτό δεν είναι πονηριά, με λόγια να με μπλέξη; ΚΡΕΟΥΣΑ Όχι! 'ς εσέναν' εύρηκα αγαπημένο φίλο. ΙΩΝ Φίλος σου εγώ, που θέλησες να με κρυφοσκοτώσης; ΚΡΕΟΥΣΑ Γυιός μου, αν είν' ο γυιός γλυκύς γι' αυτούς που τον γεννάνε.

Και θέλησες να σκοτωθής, στην άβυσσο να πέσης Και τέτοια νειάτα αγγελικά στο Χάρο να προσφέρης; Πε μου τον μαύρον πόνο σου, που τρώει τα σωτικά σου, Για να σου δώσω γιατρικό, βοτάνι να σου δώσω, Να γιατρευτή η καρδούλα σου, να πάψουν οι καημοί σου.

Δεν αγαπάτε κανένα, ούτε τον ίδιο σας τον εαυτόΟι δυο φίλοι σκουντούσαν ο ένας τον άλλο χαμογελώντας. «Είσαι πραγματικά άρρωστος απόψε∙ άδειο το πουγγί, βλέπεις.» «Το δικό μου το πουγγί είναι πιο γεμάτο από το δικό σας! Πάμε στο καπηλειό και θα δείτε», είπε κοκκινίζοντας μες στο σκοτάδι. «Δεν θέλησες να πιείς μαζί μας! Και πεθαμένο να σε δω, δε δέχομαι το κρασί σου

Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• «Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου; ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι

Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά, είπεν ο μπάρμπα-Στεφανής, κ' ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράμματα, και ν' αρχίσουμε σιγά-σιγά ν' ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κ' η γυναίκες ό,τι μπορούν. — Να τώρα τι άξιζε νάχα το μ'λάρι μαζί μ', είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς· σου είπα, μπάρμπα-Στεφανή,να το μπαρκάρουμε· δε θέλησες. Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δύο φανάρια που είχαν.

Για τρεις ημέραις ώρισες μακριά οχ την κατοικιά σου, Να στερευτώ τα μάτια σου, και τη γλυκή θωριά σου. Κυρά είσαι· καμμιά ξέταξι δεν κάνω στο σκοπό σου· Εγώ σα δούλος, πρέπει μου ν' ακούω τον ορισμό σου. Και όχι τόσο διάστημα καιρού κοντό κι' ολίγο Μακριά οχ τ εσένα στρέγομαι, σα θέλησες, να φύγω· Μονέ για πάντα είμ' έτοιμος μακριά οχ τ εσέ να ζήσω, Της αρεσιάς σου να φερθώ, και να σ' ευχαριστήσω.

Χωρίς να μετανιώσουν που αγάπησανχωρίς να στενάξουν που πληγώθηκανκρατούν το στόμα της στάμνας των κάτου απ' τους λίγους σταλαγμούς της... Κι όταν φύγουν όλες, πλησιάζω στη βρύση των λυγμών τη βαρειά μου στάμνα και περιμένω ως τα μεσάνυχτακαθώς το θέλησες, αδερφέ μου, — να γεμίση. Στην αγορά του Σαβάτου τ' άλογα που ήταν για πούλημα μιλούσαν κάτου απ' τη λεύκα για τη ζωή τους.