United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπάρμπα-Στεφανή μετά την πρώτην έκπληξιν ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκείνων, οίτινες συχνά τρέχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν εις πανηγύρια και εις εξωκκλήσια.

Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά, είπεν ο μπάρμπα-Στεφανής, κ' ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράμματα, και ν' αρχίσουμε σιγά-σιγά ν' ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κ' η γυναίκες ό,τι μπορούν. — Να τώρα τι άξιζε νάχα το μ'λάρι μαζί μ', είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς· σου είπα, μπάρμπα-Στεφανή,να το μπαρκάρουμε· δε θέλησες. Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δύο φανάρια που είχαν.

Εξελθόντα του πρακτορείου, ο Μανώλης ο Πολύχρονος έκαμεν απόπειραν να τον συνοδεύση μέχρι του τόπου της εκλογής, προσπαθών ν' αρχίση μετ' αυτού ομιλίαν επί τετριμμένου θέματος. — Έ! πως τα βλέπεις τα πράμματα, μπαρμπα-Στεφανή; — Πώς θέλεις να τα βλέπω; εμορμύρισε δυσφορών ο παλαιός θαλασσινός. — Απ' το άλλο κόμμα σκύλιασαν . . . . Δεν είδες τι πηλάλα την έχουν;

Το γράμμα εκείνο εφάνη εις την νέαν ότι περιέκλειε πράγματι την τύχην της, την οποίαν από τόσον χρόνον επερίμενε πότε να έλθη. — Έλα να μας ξαναγλώσης το γράμμα, παππά! Ο παππάς, ο γείτων, ανέβη στο σπίτι του μπάρμπα-Στεφανή, και «ξανάγλωσε» το γράμμα. Η επιστολή ήτον πράγματι από τον Θανάσην, κ' έγραφεν ότι μετά ένα μήνα έρχεται.

Και η βαρκούλα του μπάρμπα-Στεφανή με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρά όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής.

Πανάγο, είπε στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, εύρων εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, δεν πας, νάχης την ευχή μου, να πης του μπάρμπα-Στεφανή του Μπέρκου, ναρθή από δω, τόνε θέλω να τ' πω;... Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάξας τα σκέλη του. — Πηγαίνω, παπά, είπε. Θέλω κ' εγώ να πάω να ιδώ μη μώχη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ' απόψε.

Ήτο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και είχεν αφήσει την καλήν νύκτα ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ' ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπάρμπα-Στεφανή τον Μπέρκον, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά. — Καπετάν-Στεφανή, είπεν ο ιερεύς, τι λες, μ' αυτόν τον καιρό, μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο, με τ' βάρκα, από Σταβέτ;