Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Τέτοιο κορίτσι η Μιλάχρω; Να μη βασκαθή! — Σαν το κρύο νερό! προσέθετον άλλαι. — Πού τώχες, θαπώ, Μιλάχρω, κρυμμένο; — Πού θενά τώχω! απήντα η Μιλάχρω με κρυφήν χαράν, Μες ς' τον φούρνο! Πλην δεν το είχε διόλου μέσα εις τον φούρνον. Μέσα εις τον φούρνον εψήνετο αύτη η πτωχή.
Το κορίτσι νοικοκυρεύει το σπίτι και την αυλή, πλένει, υφαίνει, λευκαίνει το πανί. Τη χωριάτισσα πότε τη βλέπεις στον αργαλειό, πότε στο ληνό με γυμνά ποδάρια να πατά σταφύλια, πότε μ' ανασκουμπωμένα μανίκια, σκυμένη, να ζυμώνει ψωμί στη σκάφη, κ' έπειτα να το βάζει στο φούρνο, στην αυλή, πότε ν' αρμέγει την αγελάδα, πότε να γνέθει. Άλλοτε πάλι συνδαυλίζει τη φωτιά και κοιτάζει τη χύτρα.
Ήταν μια ζηλειάρα, και είδε που ο άνδρας της είχε ένα γυναικείο καύκαλο κλεισμένο μέσ' το αρμάρι του, απ' την μανία της το έρριξε στο φούρνο και τόκαψε, κι' ο άνδρας της το είχε φυλάξει από περιέργεια, επειδή ήταν μάντις, κ' εγνώριζε να διαβάζη τα μυστικά γράμματα του ριζικού, και απόρησε σαν τι έμελλε να πάθη αυτό το κούτελο· κ' εκείνη, απ' τη ζήλεια της επίστεψε πως ήταν της παληάς αγαπητικιάς του, και σαν το είδ' εκείνος ύστερα που κάηκε, εκατάλαβε γιατί επάνω στο κούτελο ήτον γραμμένο· «έπαθα, τάπαθα· τα πάθω μέλλω;»
Κουβαλεί νερό, πάγει στον μύλο, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ' αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ' ανάφτη με το χέρι του! Κ' εγώ δα μαθές πώς να τον διώξω ύστερα, αφού τον εκύτταξα εφτά μήνες μέσ' στο στρώμα, σαν το παιδί μου! Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία!
Σαν όπως κουβαλάν από το φούρνο τα ψωμιά, κι' όλο μοσχοβολά το σπίτι από την ευωδιά και τη φέτα λαχταρά ζεστή στο στόμα να μασήση, έτσι ριχνότανε κι' η μάννα σου να σε φιλήση, Λεβέντη μου, σαν σ' έβλεπε όλος χαρά να διασκελής την είσοδο.
Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαι 'ς τον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.
Αυτός ήταν ο γαμπρός, γερό παλλικάρι, καλοστολισμένο, που μ' άρεσε πολύ εμένα και της γυναίκας μου, αφού μάλιστα μας είπε πως εκληρονόμησε πέρσυ από τη μητέρα του ένα φούρνο στο Ροδακιό. Δε ξέρω όμως τι είχε και δεν άρεσε της κόρης μας καθόλου. Όταν την ρωτήσαμε μας αποκρίθηκε πως δεν της εφάνηκαν τα μούτρα του καλού ανθρώπου και πως έχει το ενα μάτι πράσινο και το άλλο μαβί.
Παρατήρησα μόνο πως απ' την ημέρα εκείνη άλλαξαν οι τρόποι του με το κορίτσι. Άρχισε να φέρεται μαζί της σαν Σουλτάνος. Δεν επρόσεχεν εις τα λόγια του· την έπιανεν από τη μέση και την εκυνηγούσε να την φιλήση. Αυτά τα καμώματα δεν μας άρεζαν διόλου. Εσυλλογούμεθα όμως τη δική μας φτώχεια και το δικό του φούρνο.
Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος. — Άιντε τώρα 'ς τον φούρνο, Κρατήρα! — Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση. — Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος.
Κι' αν έλθη χωρίς να το πάρω κάβο και χωρίς να τον δης και συ, τότε σκότωσέ με. Για τ' άλλα, άφησέ με να κάνω εγώ όπως ξέρω και φυλάξου μοναχά μην πης τίποτε στον Τριστάνο γι' αυτήν την επιστολή προ της ώρας του ύπνου. — Ναι, απήντησε ο Μάρκος, έτσι ας γίνη». Τότε ο νάνος σοφίστηκε μια βρωμερή ατιμία. Πήγε σ' ένα φούρνο, αγόρασε ψιλή φαρίνα αλεύρι και τώκρυψε στην τσέπη της ρόμπας του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν