United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τα λόγια της Ελπίδας τον έντυσαν με την υπομονή και την αυτοπεποίθηση. Μάλιστα ντράπηκε που ντράπηκε. «Κάλλιο γυμνός παρά με ξένα ρούχα κι' ας είν' και του πατέρα μου» σκέφτηκε. Γυμνός ως που να υφάνη με τα χέρια του καινούριο παννί. Έβλεπε ξάστερα πως για να το υφάνη αυτό το παννί έπρεπε να καθίση σε άλλον αργαλειό κι όχι σε κείνον που καθόταν ο αδερφός του. Εκείνος ήταν παλιός.

Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Μητέρα, δεν αφίνεις 345 τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του; αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας, οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει όπως εκείνος βούλεται• ποσώς δεν έχει κρίμα τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα• 350 ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα, 'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει. και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης• και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα, μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. 355 αλλ' άμε σπίτι, έχετον νου τα έργα τα δικά σου, την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαιτο σπίτι ο κύριος».

Αλλοίμονο! δεν έσκαζε η προξενήτρα εκείνη που 'κανε τη μητέρα σου γυναίκα μου να γίνη! . . . Εγώ καλά περνούσα στην εξοχή που ζούσα, μένοντας μουχλιασμένος και παραμελημένος, και όπως μου κατέβαινε, με πρόβατα περίσσια, σταφύλια και μελίσσια. Τεμπέλα; α, δεν ήτανε. Τον αργαλειό εστήλωνε και το σπαθούσε το πανίμα και το παραξήλωνε!

ΙΩΝ Αν είν' αυτό αληθινό, είνε γλυκό για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Με σπάργανα παρθενικά σε τύλιξα, υφασμένα απ' τον δικό μου αργαλειό• δεν σου 'δωσα το γάλα, στο στήθος μου δεν σ' έθρεψα, λουτρό δεν σου χω κάμη• μέσαερημική σπηληά έρημο σε είχα αφήση, στα όρνια τάγρια τροφή, στον άδη να σε στείλω. ΙΩΝ Τι φοβερά που το 'καμες, μητέρα μου. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο φόβος, να σε σκοτώσω άθελα, παιδί μου, με είχε κάμη.

Ούτε καμμιά άλλη εργόχειρα με τόση τέχνη κάνει, ούτε καμμιά στον αργαλειό, φασμένο με το χτένι κόβει πανί τόσο κρουστό απ' τα ψηλά δοκάρια, ούτ' άλλη ξέρει να κτυπά τόσο καλά το υφάδι κ' υφαίνοντας να τραγουδή την Άρτεμι με χάρη και την τεχνήτραν Αθηνά, καμμιά σαν την Ελένη που μέσ' στα δυο ματάκια της οι πόθοι είνε κρυμμένοι.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· «Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει, 'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξοόποιον θέλω. 345 όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες, αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω, το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω. αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νουτα έργα τα δικά σου, 350 την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδατους άνδραις κ' έξοχαεμέ 'που 'μαιτο σπίτι κύριος».

Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώση, κανένας δανειστής να βουλώση τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξη. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που είτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάννα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κ' έτσι ζούσαμε.

Πάει και πέφτει ο βασιληάςτης λυγερής τα πόδιαΠάψε, κόρη, τον αργαλειό, πάψε και το τραγούδι, Γιατ' απ' το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον γλυκό ηχό σου Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη, Και καταριέται η αργατειά κι' οι ξενοδουλευτάδες, Κ' ήρθαν μέσ' ς τα παλάτια μου και σκούζουν και φωνάζουν Ή να γιατρέψω το κακό, ή θα με θανατώσουν.