United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτε καμμιά άλλη εργόχειρα με τόση τέχνη κάνει, ούτε καμμιά στον αργαλειό, φασμένο με το χτένι κόβει πανί τόσο κρουστό απ' τα ψηλά δοκάρια, ούτ' άλλη ξέρει να κτυπά τόσο καλά το υφάδι κ' υφαίνοντας να τραγουδή την Άρτεμι με χάρη και την τεχνήτραν Αθηνά, καμμιά σαν την Ελένη που μέσ' στα δυο ματάκια της οι πόθοι είνε κρυμμένοι.

Σκαρφαλωμένος κι' όλα στο ψηλό παράθυρο, είχε χώσει το μακρύ κλαδί του μέσ' την κουρτίνα και με τρόπο ελαφρά είχεν απομακρύνει δυο άκρες του υφάσματος και κύτταζε μέσα στο καλοστρωμένο δωμάτιο. Στην αρχή δεν είδε κανέναν άλλο εκτός από τον Περινίς. Έπειτα ήρθε η Βραγγίνα κρατώντας ακόμα το χτένι με το οποίο προ ολίγου είχε χτενίσει τη Βασίλισσα με τα χρυσά μαλλιά». Αλλά να, μπήκε η Ιζόλδη.

Άλλο δημώδες λόγιον δι' ου ανατίθεται ευθύνη εις τον μη στέργοντα να παραδεχθή σπουδαίαν τινα πρότασιν. Ταυτόσημον τω » Νίβομαι, κι απονίβομαι,» »Έξω από το κρίμα νάμαι. » Και τα παραπλήσια. Φέρε το... πίθωσέ το. σ. 230 Πίθωσε είναι το επίθεσον. Η μετά προσοχής και αβρότητος τοποθέτησις πράγματός τινος. Ήρθετο χτένι ο κόμπος, σ. 232 Δηλοί, έφθασεν η ώρα καθ' ην η βία θέλει λύση το ζήτημα

Τί, πως το χτένι μούγδαρες, για αφτό, μωρέ, παινιέσαι; Εγώ 'να τόχω, εσύ αν βαρείς ή κι' αν παιδί ή γυναίκα, γιατί η ρηξά 'ναι κούφια αντρός μαλάκα τιποτένιου. 390 Αν ρήξω εγώ όμως, τ' όπλο μου και μια σταλιά αν αγγίξει, κόβει βαθιά!

Άπλωσε ο γέρο κλέφτης Κ' επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι, Το πέρασε δυο τρεις φοραίς, απώνα χέρι σ' άλλο, Με φόβο το ψηλάφισε, το κύτταξε ’ς τον ήλιο, Κ' ύστερα σαν να ευρέθηκε με μιας σε ξένον κόσμο Σαν να λησμόνησε με μιας σκοντάμματα και πάθη, Ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια Και τα παιδιά ακουρμένονται.

Εκεί το νέβρο ο Πάρης 375 πίσω τραβάει του δοξαριού και ρήχνει, κι' η σαΐτα έτσι άδικα απ' το χέρι του δεν πήδησε, μον βρήκε το χτένι του δεξιού ποδιού, και διάβηκε ως αντίκρυ στη γης και μπήκε. Γέλασε με την καρδιά του ο Πάρης, κι' οχ την ποδόχη πήδηξε και τούπε φαντασμένα «Σε κάρφωσα, άδικα η ρηξά δεν πήγε!

Είπε και τότες τούπιασε το χέρι το δεξύ του εκεί στο χτένι, μην τυχόν και βάλει ο νους του φόβους. Κι' εκείνοι οι διο στο πρόσπιτο, ο βασιλιάς κι' ο κράχτης, πλαγιάζουν, κι' είχε συλλογές ο νους τους και φροντίδες. Μα ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας 675 το βάθος, κι' η ροδόθωρη κοντά του η Βρισοπούλα.

Για πεντακόσια χρόνιααυτά τα στειρολίθαρα, πώσο και αν έχουν χώμα Ταπόχτησανε τρώγοντας από τα κόκκαλά μας, Μάτι ποτέ δεν έκλεισεν ούτ' ένας Μουσουλμάνος Χωρίς να ιδήτον ύπνο του να λάμψη ένα τουφέκι Ή να σφυρίξη ένα σπαθί. Ήρθετο χτένι ο κόμπος, Θα ξεχωνιάσω αυτήν τη γη. Θα ιδώτα σωθικά της Ποιος δαίμονας εφώλιασε.