United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα δε αρχίσει και να σκέπτωμαι να εγκαταλείψω την αρχήν και να καταθέσω την εξουσίαν, καθότι αι φροντίδες της αρχής είχον αρχίσει να με κουράζουν και ο φθόνος ο οποίος με περιέβαλλε καθίστα επαχθέστερα τα βάρη της εξουσίας• αλλ' ήθελα να εύρω τρόπον ώστε μετά την παραίτησίν μου να μη έχη πλέον η πόλις ανάγκην τοιαύτης υπηρεσίας.

Πρέπει όμως να ξέρη κανένας, ότι μόνο τες παραμονές των γιορτών οι γυναίκες του Μικρού-Χωριού πηγαίνουν πολύ αργά για νερό εξ αιτίας που οι παραμονές των γιορτών έχουν πολλές ετοιμασίες και μεγάλες φροντίδες. Στη φωνή αυτή, άλλη φωνή γερασμένης γυναίκας, απάντησε με αδιαφορία: — Μη βιάζεστε, τσιούπρες!, γιατί γεράζετε γλήγορα! Δυο δρασκέλες είναι το χωριό...

Αίφνης είδα τας λάμψεις εκπυρσοκροτήσεων, ήκουσα τουφεκισμούς και είδα τον πατέρα μου υψούντα τας χείρας, και έπειτα... δεν τον είδα πλέον. Η μήτηρ μου έπεσεν ως νεκρά εντός της λέμβου, και ως νεκράν την μετέφερον οι ναύται επί του πλοίου. Και εγώ εξηκολούθουν κρατών με τας δύο χείρας το φόρεμά της. Αι φιλάνθρωποι φροντίδες των ξένων την επανέφερον εις την ζωήν. Αλλά δεν ήτο ζωή εκείνη!

Αι μεταξύ βιωτικαί φροντίδες και μελέται δεν είχον επισκοτίσει εν τη μνήμη μου την εικόνα της, όσον θα ενόμιζέ τις ίσως. Το βραχύ χρονικόν διάστημα, καθ’ ο συνέπιπτεν η γνωριμία μας, ήτο και θα είναι πιθανώς η μόνη ευτυχής εποχή της ζωής μου.

Να ξαναφέρη πίσω τον Αθανάσιο; μα τι να τους κάμη τους Ευσεβιανούς που του στάθηκαν και τόσο πιστοί; Είτανε βαρεμένος και καταπονεμένος από φροντίδες κι από φόβους που δεν περίμενε. Δεν το γνώριζε ο Κωσταντίνος πως είταν όργανο της Πρόνοιας κι αυτός! πως έπρεπε κι αυτός να μαρτυρήση, καθώς ο Αθανάσιος και τόσοι άλλοι μεγάλοι, άλλος για την αλήθεια, άλλος για τη δικιοσύνη, την ειρήνη και καθεξής.

Αν ήξευρες τι φροντίδες έχουν, θα γελούσες και μόνος σου με τον εαυτό σου που ενόμισες ότι ο πλούτος δίδει την ευτυχίαν. ΜΙΚ. Λοιπόν, Πυθαγόρα, ή όπως άλλως θέλεις να σε λέγωκαι σε παρακαλώ να μου πης το όνομα που προτιμάς διά να μη σου λέγω διάφορα και γίνεται σύγχυσις. ΠΕΤ. Το ίδιο κάνει είτε Εύφορβον, είτε Πυθαγόραν ή Ασπασίαν με λες, είτε Κράτητα• διότι όλα αυτά εγώ είμαι.

ΚΟΒΙΕΛ Ύστερ' από τόση περιποίησι και τόσες φροντίδες και τόσες δουλειές που της έκανα στην κουζίνα! ΚΛΕΟΝΤ Τόσα δάκρυα που έχυσα στα πόδια της! ΚΟΒΙΕΛ Τόσους κουβάδες νερό που έβγαλα από το πηγάδι για χάρι της! ΚΛΕΟΝΤ Τόση φλόγα που αισθάνθηκα γι' αυτήν, να την αγαπώ πειο πολύ από τον εαυτό μου! ΚΟΒΙΕΛ Τόση φλόγα που μ' έπαιρνε απ' τα μούτρα να γυρίζω τη σούβλα για να μην κουράζετ' εκείνη!

Ποιος ήλθε τόσον ενωρίς να με καλημερίση; Παιδί μου! πρέπει ταραχή της κεφαλής μεγάλη να σ' έκαμε την κλίνην σου τόσον πρωί ν' αφήσης. Μετρά τας ώρας η φροντίς ‘ς τα μάτια των γερόντων, κι όπου Φροντίδες κατοικούν ο Ύπνος δεν φωληάζει· αλλ' όμως, όπου τα γερά τα μέλη της 'ξαπλόνει Νεότης ξέννοιαστη, εκεί ο Ύπνος βασιλεύει.

Αλλά και το κυνήγι μάφηνε νου για τίποτε άλλο, έξω από τις φροντίδες του; Όλη μέρα βρισκόμουν έξω από το χωριό και το βράδυ έφτανα κατάκοπος και κοιμώμουνα ύπνο χωρίς όνειρα. Πήγα με το Βασίλη και στο γιαλό και περάσαμε μέρες. Κυνηγήσαμε πολύ· κιόταν γύρισα στο χωριό, ήμουν μαύρος σαν αράπης από τον ήλιο. Για το Βαγγελιό άκουα πως ήτον πάντα άρρωστη.

'Στο σκοτάδι έρως μας καλεί, ουρανός και γη κρυφά φιλιούνται, κι' αν πεθαίνουν τώρα πιο πολλοί, μα και πόσοι τώρα δεν γεννειούνται! Παύει και ο κόπος κι' η δουλειά, παύουν τόσαι σκέψεις και φροντίδες, πού και πού γαυγίζουν τα σκυλιά, δεν ακούς βοή κι' εφημερίδες. Ησυχάζει τόνα κι' άλλο κόμμα, φλύαρος κανένας δεν 'μιλεί, ο Μορφεύς βουβαίνει κάθε στόμα δεν συνεδριάζει κι' η βουλή.