United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι δεν άφησε μήτε τον ήσυχο και τον καλό Σύλλογο να κάμη ταθώο του το Συνέδριο, που το χαίρουνταν και το πρόσμεναν όλοι. Δεν έβγαλα το λόγο μου κ' ίσως γλύτωσα τότες από κάμποσα που θάκουα ο ίδιος, — μόνο που θάκουαν τη γλώσσα μου οι Πολίτες. Ωςτόσο δεν το πιστέβω. Θυμώνουνε, σα με διαβάζουνε σαν τους τα διαβάζω, λένε πως μιλώ σαν που μιλεί όλος ο κόσμος, γιατί δεν τα βλέπουνε τυπωμένα.

Άλλοι είπανε πως έπεσε στη θάλασσα, άλλοι πως πήρε τα βουνά, άλλοι πως πήγε στο Άγιον Όρος να καλογερέψη. Το πιστεύω. Δεν έμενε άλλος τόπος γι' αυτόν... Ήλθε το βαπόρι και μπαρκάρησα. Μέσα στη βάρκα ένα παιδάκι μούφερε ένα γράμμα κ' έφυγε. Τώβαλα στην τσέπη μου χωρίς να προσέξω. Σαν ξεκίνησε το βαπόρι, θυμήθηκα το γράμμα κ' έβγαλα να το διαβάσω. Ήτανε του Κυρ-Νικολάκη.

Μα πάλι που δεν εύρισκεν ησυχία ως που να μάθη το μυστικό. — Έλα, λέγει τέλος αποφασισμένος· βούλωσέ με και πες μου. Άμα τον εβούλωσε καλά ο ναύκληρος του είπε την απλή τέχνη: Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έχωσα στο μισοκοίλι, έβαλα το μισοκοίλι στο κεφάλι και δρόμο. Έπαψε η βροχή, εφόρεσα τα ρούχα μου, επήρα το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.

Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν. 205 Σε διο απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη και το Μενέλα, και τους διο τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.

Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν ο Βεδρεδίν ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος πάντων αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν ευτυχίαν; είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν άνθρωπον ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν, που ηύρα εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες ελπίδες μου που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να λέγη, θέλουν να πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που να μην του λείψη κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη καθολικά ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το εναντίον και ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην τους, επειδή και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν ήθελαν αμφιβάλλουν, ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος.

ΚΟΒΙΕΛ Ύστερ' από τόση περιποίησι και τόσες φροντίδες και τόσες δουλειές που της έκανα στην κουζίνα! ΚΛΕΟΝΤ Τόσα δάκρυα που έχυσα στα πόδια της! ΚΟΒΙΕΛ Τόσους κουβάδες νερό που έβγαλα από το πηγάδι για χάρι της! ΚΛΕΟΝΤ Τόση φλόγα που αισθάνθηκα γι' αυτήν, να την αγαπώ πειο πολύ από τον εαυτό μου! ΚΟΒΙΕΛ Τόση φλόγα που μ' έπαιρνε απ' τα μούτρα να γυρίζω τη σούβλα για να μην κουράζετ' εκείνη!

Έλα αύριον, σε παρακαλώ· ή, καλλίτερα, έλα πρωί πρωί εις το Νοσοκομείον. — Τα βλέπεις τώρα, κυρά; υπέλαβεν η μαγείρισσα, ενώ απέθετε τον βαρύν της δίσκον επί της τραπέζης. Και στρεφομένη προς τον κύριόν της, — Έβγαλα τον λάρυγγα μου, επρόσθεσε, να της λέγω να 'πάγητο Νοσοκομείον και δεν ήθελε να με ακούση.

Με πιάσανε, με σύρανε στη φυλακή. Φονιάς. Φονιάς έγινα στα γεράματα. — Με το δίκηο σου, Καπετάν Γιάννη, του είπα. Με το δίκηο σου. — Δεν ξέρω δίκηο ξεδίκηο. Ένα πράμμα ξέρω. Ένα μολύβι σηκώθηκε απ' τα στήθια μου. Ανάσσανα. Ο Θεός να με συχωρέση. Έβγαλα το άχτι της γενιάς μου. Μιας γενιάς άχτι. Μια χαρά παράξενη ήταν ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπό του. — Άκουσε, του λέω, Καπετάν Γιάννη.

Τρία άλλα παιδία, το έν μικρότερον του άλλου, έπαιζον παρά-πέρα εν τη ρυπαρά αυλή, καταβορβορωμένα μέσα εις τα νερά της πλύσεως. — Της προάλλαις, εις το Μενίδι, έλεγεν ο Μιστόκλης, προσβλέπων μετά τινος δισταγμού την βεβαρημένην της συζύγου του κοιλίαν, από κάθε εικόνα που μου κοστίζειτέχνη και κόπος και κεφάλαια, — μια δεκάρα, έβγαλα δύο και τρεις δραχμαίς.

Τα σαράντα καμήλια τα έβγαλα από το αχούρι μου, έκαμα να αγοράσουν τες πραγματείες που ήτον φορτωμένα, και ο επιστάτης που σου τα έφερεν ήτον ένας ευνούχος μου, που ποτέ δεν έβγαινεν από το παλάτι μου.