Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Και ύστερα από αυτά έβγαλα τα κλειδιά από την σακκούλαν και άνοιξα τα σίδηρα, και ελευθέρωσα την ωραίαν μου Κυράν. Με αυτόν τον τρόπον, ακολούθησεν ο Σειρμώγ να λέγη, ελευθερωθήκαμεν από την πλέον χειρότερην γυναίκα της γης. Ημείς κατά το παρόν ημπορούμεν να έμπωμεν εις το παλάτι με ελευθερίαν· η Γουλνάζε μας καρτερεί να μας απολαύση μετά χαράς, επειδή γροικά τόσην χαράν διά την ελευθερίαν της.
Είδα και τις φτερούγες του στους ώμους και σαϊτούλες ανάμεσα στους ώμους και στις φτερούγες και δεν ξανάειδα πια μήτε τούτα, μήτε το παιδί. Κι αν δεν έβγαλα του κάκου τούτες τις άσπρες και δεν αποκουτάθηκα στα γεράματά μου, στον έρωτα, παιδιά μου, είσαστε αφιερωμένα κι ο έρωτας νοιάζεται για σας.
Τσακώνονταν και αρπάζονταν από τα ρούχα. — Έβγαλα το Σχολαρχείο, έλεγεν ένας μικρός στρογγυλοπρόσωπος οιακιστής, αφού τον χώρισαν από τον καυγά. Έβγαλα το Σχολαρχείο μα τι βγήκε! Νάαα! Ήρθα να καταταχτώ ναυτόπαιδας. Κι' έδοσε μια πλατειά μούτζα στο πρόσωπό του. — Ο εγγράματος! τον έκοψεν άλλος που δεν πίστεψε. Ξέρεις μωρέ να μας πεις με τι γράφονται τα γράμματα;
Ο δε βασιλεύς της εδιηγήθη ευθύς, λέγων, πηγαινάμενος εις τον οντάν της γυναικός μου, την ηύρα με έναν που με επαρομοίαζεν· εγώ βλέποντάς τους έβγαλα το σπαθί μου να τους θανατώσω· αλλ' ο άνδρας επρόφθασε και έφυγε.
Την αυγήν πάλιν εμβήκα μέσα, και εσύναξα όσα εδυνήθην δακτυλίδια, σκουλαρίκια, και μαργαριτάρια από τους νεκρούς, ομοίως και παρά πολλά φορέματα και τα έβγαλα έξω, τα οποία ήταν ένας πολύτιμος θησαυρός· και πάλιν την δευτέραν εμβαίνοντας εις το υπόγειον εύρον μίαν βασιλικήν κορώναν χρυσήν με πολύτιμα και εξαίρετα πετράδια, ομοίως και άλλα φορέματα χρυσά και καινούρια, τα οποία τα εδίπλωσα, και τα έδεσα όλα μαζί ωσάν να ήταν διά πραγματείαν.
— Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα. — Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί.
— Εγώ είμαι ένα φουρνόξυλο, διελογίζετο ενίοτε, αλλά το Χρυσώ μου είνε ένα ωραίο πλασένιο ψωμί που έβγαλα από τον φούρνον εγώ το φουρνόξυλο. Διά τούτο όταν την αρραβώνισεν, εζήλευσεν ολόκληρον το χωρίον. — Είδες, όταν θέλη ο Θεός; έλεγον. Τωόντι η Μιλάχρω δεν είχε τίποτε παρά τον φούρνον της μόνον· το σπίτι δεν άξιζε τίποτε.
Εκείνος δεν προσμένει· τον έβγαλα, τον έδιωξα, μάθημα πια δεν έδινε στην Ελένη, όχι! πρέπει ο κύριος αμέσως να γυρίση! Δεν είταν όνειρο· τον είδα. Να τος πάλε που ξετρυπώνει. Η αλήθεια ξετρυπώνει μαζί του. Από το παράθυρο απάνω, που κάθουμαι και καρτερώ, τον είδα. Να τος που ξεπροβάλλει. Όξω στο δρόμο τρέχει, τρέχει βιαστικά, πλάγι στο σπίτι, έρχεται από κει πίσω που είναι η πόρτα του μπαξέ.
Όταν έβγαλα το Ταξίδι μου και γράφηκαν τόσα άρθρα, παρατήρησα κάτι πράματα και γω σαν τον αστρονόμο, που από μακριά κοιτάζει τον ουρανό, και προσπαθεί να καταλάβη τι τρέχει εκεί απάνω, γιατί του έρχουνται πρώτα πρώτα σα λιγάκι παράξενα μερικά που βλέπει, και για να τα ξηγήση, θέλει να βρη τον κρυμμένο λόγο, να μάθη αν υπάρχει κανένας νόμος άγνωστος ακόμη, που να του δείξη στο τέλος πώς και με τι τρόπο, η επιστήμη του θα ταιριάξη το ένα με τάλλο ένα σωρό αλλόκοτα φαινόμενα, που μοιάζουν όλους διόλου αντίθετα και χωρίς αιτία καμιά.
Και αφού τους έλεγξα εις τα φανερόν, απεφάσισα, τον Χόντζα να μετρήση άλλες δύο χιλιάδες φλωρία ακόμη του Βανάη· και τον Βεζύρη και τον Κατή τους έβγαλα από τα αξιώματά των, και έβαλα άλλους εις τον τόπον τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν