Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Εγέλασα, διότι, και πάλιν το λέγω, τι ημπορούσα να φοβηθώ; Είπα καλημέρα εις τους κυρίους αυτούς. Την κραυγήν, εφώναξα, ήμουν εγώ που την έβγαλα στον ύπνο μου. Όσον διά τον γέροντα, εξηκολούθησα, ευρίσκεται εις την εξοχήν. Ωδήγησα τους επισκέπτας μου εις όλας τας γωνίας της οικίας μου. Τους εβίασα να ζητούν, να ζητούν επιμελώς. Τους ωδήγησα τέλος εις το ιδικόν του δωμάτιον.
Και αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα τα όσα αργύρια ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα είχε δώσει ο βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα των σκλάβων, που μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν, διά να υπάγουν όπου θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το βουνόν.
Και αφού επέρασεν αρκετή ώρα, είδα και εβγήκεν ο γέρων και οι σκλάβοι· και αφού εσκέπασαν την θύραν του υπογείου με την σχάραν και αφού έρριξαν απ' επάνω χώμα, ανεχώρησαν εις το πλοίον τους· και μη βλέποντας τον νέον να έβγη μαζί τους εσυμπέρανα ότι τον άφισαν εκεί μέσα· και αφού το πλοιάριον έκαμε πανιά και απεμακρύνθη αρκετά, εγώ περίεργος να ιδώ τι ήτον εκείνο το φαινόμενον, κατέβην από τα δένδρον, επήγα εις εκείνο το μέρος έβγαλα το χώμα, άνοιξα μίαν σιδηράν θύραν και βλέποντας μίαν σκάλαν έως είκοσι σκαλίδια, κατέβην έως κάτω και εκεί βλέπω ένα υπόγειον εύμορφα κατασκευασμένον με θόλον και καμάρες, φωτισμένον με διαφόρους λύχνους και λαμπάδας, στρωμένον με ωραίους τάπητας και μαξιλάρια και τον νέον εκείνον καθήμενον με ένα βιβλίον εις τας χείρας ο οποίος ως με είδεν εφοβήθη.
Άλλος καταπατεί του γείτονος το κτήμα, ή το δημοτικόν ή το μοναστηριακόν, και ωθεί τον δρόμον παρά έξω, άλλος ανοίγει μονοπάτι όπου φθάση, μέσα εις τους αγρούς, και συντομεύει τον δρόμον, άλλος κτίζει καλύβην, στρώνει άλωνα και κατασκευάζει φράκτην προς το συμφέρον του. Και το φεγγάρι εχαμήλωνε. Τέλος εχάσαμεν, ως εικός, τον δρόμον. Έβγαλα το σπερματσέτον και το ήναψα.
Αυτός ως τόσον εβάλθη να διαλογίζεται χωρίς να μου αποκριθή· στοχαζόμενός τον πως ακόμη αμφέβαλλεν, έβγαλα και του έδωσα και μερικά διαμάντια, διά να τον παρακινήσω περισσότερον να κλίνη εις την ζήτησίν μου, τα οποία, ωσάν τα είδε, τον εξύπνησαν από το βάθος των στοχασμών του.
Ευθύς παίρνω ένα τσεκούρι και το κόπτω από την ρίζαν, και το ευρίσκω που ήτον γεμάτον από διαμάντια, ρομπίνια, σμαράγδια, και άλλα πολύτιμα πετράδια. Έβγαλα τότε την θηλιάν που είχα εις τον λαιμόν μου, και απέρασα από την απελπισίαν εις μεγαλωτάτην χαροποίησιν. Αντί να ξαναδοθώ εις τες ξεφάντωσες ωσάν και πρώτα, απεφάσισα να πιάσω την τέχνην του πατρός μου.
Και ιδού ότι εις αυτήν εδώ την φρικώδη ώραν της νυκτός, εν μέσω της νεκρικής σιγής της παλαιάς αυτής οικίας, τόσον παράδοξος ήτο ο ψίθυρος, ώστε μου επροξένησεν ακατανόμαστον τρόμον· εν τούτοις ολίγα λεπτά ακόμη εκρατήθηκα και δεν έβγαλα τσιμουδιά. Αλλά το τικ-τακ επεταχύνετο πάντοτε, πάντοτε. Εσκεπτόμην ότι η καρδιά θα εκραγή.
Κ' έτσι μ' όλους μου τους πόνους δεν έβγαλα το μωρό μου στο φως, μα κάτω στην κοιλιά μου είναι κρυμμένο με τους πεθαμμένους. Μέσα από την τρίτη δεκάδα της ελικιάς μου, κόντεψα να προφτάξω έξη χρόνια ακόμη· κι άφησα στον άντρα μου παιδιά αρσενική γενιά. Δυο άφησα στον πατέρα μου και στον ποθητό μου τον άντρα. Εγώ όμως με το τρίτο μου παιδί κέρδισα αφτόνα τον τόπο. γ.
Οπόταν δε είδα πώς εκείνος έφυγεν, έτρεξα εγώ και επήγα εκεί, και σκάπτοντάς τον ίδιον λάκκον έβγαλα εκείνο το σακκί· βγάνοντάς το βλέπω που ήτον μέσα μία ωραιοτάτη νέα, η οποία εφαίνετο πως να έδινε την υστερινήν αναπνοήν· τα φορέματά της, με όλον που ήταν γεμάτα από αίματα, δεν εμπόδισαν που να την φανερώνουν πώς ήτον από αίμα ευγενικόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν