United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ξεφάντωσες και τρυφές που έκαμα μετά το τρίτον μου ταξείδιον, δεν είχαν την δύναμιν να με εμποδίσουν από του να ταξειδεύσω πάλιν· μάλιστα το ταξειδεύειν έγεινεν έξις τόσον που δεν εδυνόμουν να ησυχάσω, εάν δεν εταξείδευα, και το περισσότερον ότι τα πολλαπλάσια πλούτη που εκέρδισα εις τα περασμένα μου ταξείδια, με όλον που υπέφερα τόσους κυνδύνους, με έκαμαν τολμηρόν και εις άλλα.

Ας είσαι καταδεκτικός με όλους και φιλόξενος, κύτταξε να ξοδεύης εις καλά έργα και όχι εις ηδονές και ξεφάντωσες και εις άλλα άτιμα πράγματα. Και αφού εγώ έταξα του πραγματευτού να φυλάξω με ακρίβειαν τα όσα μου επαράγγειλε, μου εφανέρωσε τον τόπον που ευρίσκονταν, λέγοντάς μου· ιδού που σου τον παραδίδω εις χείρα σου, και ενθυμήσου να φυλάξης τα όσα σου παρήγγειλα.

Εγώ λαμβάνοντας κάθε ανάπαυσιν και περιποίησιν από τους υπηρέτας, εσύχναζα εις το εξής εις την συναναστροφήν του βασιλέως και των μεγιστάνων του· οι οποίοι συχνάκις με ελάμβανον εις περιδιάβασες, ξεφάντωσες και τρυφές, οδηγούντες με να ιδώ αξιολογώτερα και εξαιρετικώτερα πράγματα, που ευρίσκοντο εις το βασιλικόν παλάτιον, εις το θησαυροφυλάκιον και εις άπασαν την πολιτείαν.

Ευθύς παίρνω ένα τσεκούρι και το κόπτω από την ρίζαν, και το ευρίσκω που ήτον γεμάτον από διαμάντια, ρομπίνια, σμαράγδια, και άλλα πολύτιμα πετράδια. Έβγαλα τότε την θηλιάν που είχα εις τον λαιμόν μου, και απέρασα από την απελπισίαν εις μεγαλωτάτην χαροποίησιν. Αντί να ξαναδοθώ εις τες ξεφάντωσες ωσάν και πρώτα, απεφάσισα να πιάσω την τέχνην του πατρός μου.

ΠΡΟΣΠ. Άλλαξες όψη, υιε μου, και φαίνεσαι στενοχωρημένος· καλοκαρδίσου· τώρα η ξεφάντωσές μας έπαυσαν· τούτοι οι παραστάτες μας, καθώς σας προείπα, ήταν όλοι πνεύματα, και εσκόρπισαν στον αέρα, στον λεπτόν αέρα· και, ίσα με ταθεμέλιωτο κτίριο τούτου του οράματος, οι νεφελοστεφάνωτοι πύργοι, τα λαμπρά παλάτια, οι ιεροί ναοί, και αυτή η μεγάλη σφαίρα, ναι, και όσα χωράει, όλα θα λυώσουν και όπως τανυπόστατο τούτο θέαμα εσβύσθη, ομοίως κ' εκείνα μήτε τρίμμα θαφήσουν κατόπι τους· είμεθα φτειασμένοι ωσάν τα ονείρατα, και τη μικρή ζωή μας περιζώνει ένας ύπνος.

Τούτος ο θαλάσσιος ακούοντας ένα βαστάζον, που συχνάκις επερνούσεν από το σπήτι του να μέμφεται την τύχην του και να λέγη μεγαλοφώνως προς τον μέγαν Προφήτην «τι σου έπταισα εγώ και με κατεδίκασες να ζω μίαν ζωήν τόσον ταλαιπωρημένην, κοπιαστικήν, καταφρονεμένην και μόνον κερδαίνων τον επιούσιον άρτον, φορτωμένος ολημερίς και πεινασμένος; Και ο Σεβάχ θαλασσινός τι καλόν έκαμε και έχει τόσα πλούτη, τόσες ξεφάντωσες, και τόσες ανάπαυσες; βλέποντας, λέγω, αυτόν να κακοτυχίζεται ούτως, έστειλεν έναν από τους δούλους του να καλέση εις το συμπόσιον την πρώτην ημέραν της εβδομάδος τον άνωθεν βαστάζον που εκείνην την ώραν επερνούσεν από την πόρταν του φορτωμένος και είχεν ακουμπίσει εκεί διά να ξεκουρασθή.

Η θλίψις διά την απελπισίαν της υγείας του, και διά το αδύνατον της ιατρείας του, επροξένησεν εις όλην την αυλήν μεγαλωτάτην σύγχυσιν και θλίψιν· όθεν ευθύς έκαμαν να παύσουν όλες οι ηδονές και ξεφάντωσες, που εγίνονταν εις το βασίλειον. Η βασιλοπούλα δεν ηθέλησε να υπάγη εις το λουτρόν, αλλ' ούτε να δώση πλέον ακρόασιν εις ιστορίας.