United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε κι αυτός κι εκείνη απόμειναν μονάχοι, βουβοί και βυθισμένοι σ' όνειρα, σ' αφηρεμάδα, σε λογισμούς ατέλειωτους. Πρώτη φορά που βλέπουνταν στη ζωή τους· περνούσε αποβραδίς απ' το χωριό το παλληκάρι, κι ο γέρος της που φημίζουνταν για ψωμοδότης και φιλόξενος άνθρωπος, τον κράτησε μια νύχτα στο σπίτι του.

Φάγαμε σ' ένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ' έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοτοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν' είμεσταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε. Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά.

ΘΕΡΑΠΩΝ Ζούνε; Τι λες; Τη συμφορά δεν ξέρεις του σπιτιού μας; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι. Εκτός αν ψέμματα ο κύριος σου είπε. ΘΕΡΑΠΩΝ Είναι πολύ φιλόξενος, και για να μη λυπήση τον ξένο του. ΗΡΑΚΛΗΣ Λέγε λοιπόν τι συμφορά σας βρήκε; ΘΕΡΑΠΩΝ Πήγαινε στο καλό εσύ χαρούμενος. Οι άλλοι εμείς ας τηνε κλάψωμε τη συμφορά του αφέντη. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν φαίνεται απ' τα λόγια σου να πρόκειται για ξένον.

Ηθέλησε να με αποτρέψη από τον περίπατον μέχρι του ακρωτηρίου, προτείνων να καταβώμεν ομού μετ' ολίγον απ' ευθείας εις την Σκάλαν, αλλ' ιδών ότι δεν μετεπειθόμην με εσύστησε, τουλάχιστον, να μη υπάγω πεζός διά να μη κουρασθώ. Ουδ' εις τούτο επείσθην, αλλ' ουχ ήττον ο φιλόξενος γέρων διέταξε τον Παντελήν να με συνοδεύση, σύρων διά παν ενδεχόμενον και έν ζώον προς ανάβασιν.

Ας είσαι καταδεκτικός με όλους και φιλόξενος, κύτταξε να ξοδεύης εις καλά έργα και όχι εις ηδονές και ξεφάντωσες και εις άλλα άτιμα πράγματα. Και αφού εγώ έταξα του πραγματευτού να φυλάξω με ακρίβειαν τα όσα μου επαράγγειλε, μου εφανέρωσε τον τόπον που ευρίσκονταν, λέγοντάς μου· ιδού που σου τον παραδίδω εις χείρα σου, και ενθυμήσου να φυλάξης τα όσα σου παρήγγειλα.

Ποίος είναι πιο φιλόξενος στων Θεσσαλών τη χώρα κι' απ' όλους όσοι κατοικούν εις την Ελλάδα; Όμως τόσω γενναίος αν φάνηκε, αχάριστον δεν βρήκε. Αλλοίμονο! Αλλοίμονο! Τι μαύρη η επιστροφή μου και μαύρη του ανακτόρου μου η όψι! Αλλοίμονο μου! Αλλοίμονο, που να σταθώ και που να πάω τώρα, και τι να πω; Καλλίτερα να είχα κ' εγώ πεθάνει! Τι άτυχον μ' εγέννησεν η μάννα μου!

Ο φιλόξενος Αρκούλφος προσήλθε μετ' ολίγον, ίνα προσφέρη τη ορφανή παραμυθίαν και τροφήν αλλ' αύτη και τας παρηγορίας και τα ανάλατα χόρτα απωθήσασα του καλού ασκητού. — «Ποίον είναι, ηρώτησε, το πλησιέστερον μοναστήριον;» «Το της Αγ.

Ο φιλόξενος χωρικός μας ηρώτησεν αν πεινώμεν, και μας επρόσφερε το πτωχικόν δείπνον του, αλλ' ο πατήρ μου τον ηυχαρίστησε, μη θελήσας να του στερήσωμεν τον άρτον του. Εν τούτοις αι ώραι παρήρχοντο και ο κηπουρός δεν εφαίνετο, αι δε αδελφαί μου επείνων.

Με λαμπρότατον κήπον και πρώτης τάξεως σταύλους· το θέτω εις την διάθεσίν σας. Εις την διάθεσίν σας αυτό και τους υπηρέτας του, τους υπηρέτας του και τας υπηρετρίας του. Εκεί θα τα ειπούμεν, θα τα ειπούμεν εν ανέσει. Εκεί θα περάσωμεν μαζί τας ωραιοτέρας ημέρας, τας ωραιοτέρας ημέρας και τας νύκτας. — Εδώ ομιλεί ο φιλόξενος Ανατολίτης, είπον κατ' εμαυτόν, όχι ο εγωιστής Άγγλος.

Οι Ακοίμητοι λοιπό με τον Πατριάρχη αρχηγό έβαλαν αμέσως με τον Αναστάσιο, εξαιτίας που τόκρινε εύλογο συνακολουθήσω του Ζήνωνα την πολιτική, για να φυλάξη την ειρήνη. Πώς όμως να αφύλαχτη η ειρήνη, αφού από τη μια ο Πάπας ερέθιζε τους Ακοίμητους, κι από την άλλη ο Φιλόξενος κι ο Σεβήρος, ακούραστοι αιρετικοί αρχηγοί, τους Ακέφαλους!