United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσοι ζούνε δουλεύοντας το μάρμαρο ή ζωγραφίζοντας το πανί ξέρουν από τη ζωή μια μονάχα εξαιρετική στιγμή, αιώνια πράγματι στην ομορφιά της, μα περιωρισμένη σε μια νότα πάθους ή μια διάθεση γαλήνης. Εκείνοι που τους ζωντανεύει ο ποιητής έχουν τα χίλια δυο συναισθήματά τους, της χαράς και του τρόμου, της τόλμης και της απελπισίας, της ηδονής και του πόνου.

Και μολονότι τη γλώσσα την μετέβαλε σε περιφρονημένο πηλό, όμως έπλασε άντρες και γυναίκες, όπου ζούνε. Είναι το πιο Σαιξπήρειο πλάσμα από τον καιρό του Σαίξπηρ. Αν ο Σαίξπηρ μπορούσε να ψάλλη με μυριάδες χείλη, ο Browning μπορούσε να τραυλίζη με χιλιάδες στόματα.

Επειδή ο Δάφνης ορκιζόταν, ότι δε θ' αφίση σε κανένα τη Χλόη, μήτε στον ίδιο τον πατέρα της. Κι όταν εξημέρωσε εσυμφώνησαν κ' εγύριρισαν πάλι στην εξοχή. Επειδή το εζήτησαν αυτό ο Δάφνης κ' η Χλόη, μην υποφέρνοντας να ζούνε στην πολιτεία. Μα αποφάσιζαν κ' εκείνοι να κάμουνε ποιμενικούς τους γάμους τους.

Μήπως γνωρίζεις την γενεάν όπου κρατιέσαι; Δεν ξέρεις ότι μισητός στους συγγενείς σου τους πεθαμένους έλαχες και σ’ όσους ζούνε, και πως διπλή φρικτότατη των γονέων κατάρα από τας Θήβας, άθλιε, θα σε μακρύνη; Εσένα που καμώνεσαι γι’ ανοιχτομάτης, ποιος τόπος από την φωνήν δεν θ’ αντηχήση την εδική σου; ποιο βουνό, ποιος άλλος Κιθαιρών τέτοιον άνομον που έκαμες γάμον και μπήκες καλοτάξιδος σ’ αυτό το σπίτι; Αλλ’ ούτε των άλλων σου κακών το πλήθος γνωρίζεις που σε κάμνουνε με τα παιδιά σου ίσον.

Το φαντάζουνται αφτό, γιατί όσο μεγάλη κι αν είναι η Αθήνα, ζούνε πλάγι πλάγι ο ένας με τον άλλονα, και τότες τυχαίνει πολύ έφκολα να μη βλέπουν οι αθρώποι παρά τη μύτη του γειτόνου και γι' αφτό να βασανίζουνται. Στο Παρίσι, που κάθουμαι, τα βλέπω αλλιώς τα πράματα, δηλαδή από πιο μακριά, ίσως κι από πιο αψηλά. Καλέ, είναι όλοι τους αδέρφια! Όλοι τους, ανακατεμένη γλώσσα κι ανακατεμένα μυαλά.

Ενάντια στην ευτυχία μου, που τηνέ νόμιζα μια φορά τόσο δυνατή, ώστε να κοιτάζω, σαν από ψηλά, κάτω την ευτυχία των άλλων, ορθώνεται μια δύναμη, που είναι η μοίρα όλων όσοι ζούνε. Ο θάνατος στέκει μπροστά μου, όπως έστεκε μια φορά μπροστά στο Σβεν στην εικόνα, που ήθελε να του τη διηγούνται σαν παραμύθι.

Γι' αυτό θέλει να ζήση ένα διάστημα για χάρη αυτών που ζούνε κ' έπειτα να πεθάνη και να μείνη με κείνον, που αιστάνεται πως του ανήκει. Γυρεύει ένα συμβιβασμό αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της ανάγκης να ζήση και σα να τα φοβάται και τα δυο, γιατί και τα δυο παλεύουνε να κυριαρχήσουν την ψυχή της και τα δυο την τυραννούν ατέλειωτα, καθένα με τον τρόπο του.

Την αρχοντιά φοβέριζε θα πνίξη, δε σεβάστηκε μήτε το θεό, και το πιο μέγα: τόλμησε να γγίξη το σεβαστό όνομά σου το τρανό. Πρόσταξε, βασιλιά, τι θες να γίνη.» «Να κρεμαστή», με μια είπανε φωνή οι τριγύρω στο ρήγα καθισμένοι, μα σκυμμένος ο ρήγας δε μιλεί. Ένας αλήτης απ' αυτούς που ζούνε κεντώντας και συμπώντας το λαό όσα έχει απ το θεό να μη του αρκούνε και του κηρύττουν άγριο σηκωμό,

Τουλόου σ' θα το βαφτίσης, κουμπάρα! . . . Τι κρίμα που δεν μπορώ κ' εγώ νάρθω, να γείνω νουνά. — Ας είσαι καλά, συντέκνισσα, είπεν η γραία. Μου έχεις βαφτίσει δύο παιδιά απ' το λαιμό σου, και τα δυο ζούνε . . . Τώρα εγώ θα κάμω τη νουνά. Επήγαν μέχρι του ενοριακού ναού, είτα εξεκίνησαν.

Τα ελληνικά χώματα τα ορίζουν άλλα οι Έλληνες και άλλα οι Τούρκοι. Οι Έλληνες ορίζουν τα λιγώτερα, δηλαδή την Ελλάδα και την Κρήτη. Και οι Τούρκοι όλα τ' άλλα. Μόνο η Σάμο είναι μισοανεξάρτητη. Την Κύπρο την ορίζουν, μαζί με τον Τούρκο, οι Άγγλοι. Γύρω τριγύρω στα ελληνικά χώματα ζούνε λογής άλλα έθνη.