United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την κεριακή αξούριστος, αγουροπρησμένα τα μάτια του με την ξαγρυπνιά, σα νυχτοκλέφτης φαινότανε. Περνάει απόδιπλ' από του Μιχάλη, ανταμώνει ένα του άνθρωπο παραόξω που μάζευε καψόξυλα για τη φωτιά της Μιχάλαινας, και τονε στέλνει να πάη να φωνάξη τον αδερφό του. — Μα, αφέντη, κάνει ο δουλευτής, λογιάζοντας ολόγυρα στον αέρα και θέλοντας να πη πως δεν καλοξημέρωσ' ακόμα.

ΦΕΡΔΙΝ. Το τραγούδι αναφέρει τον πνιγμό του πατρός μου· τούτο δεν είναι ανθρώπινο πράμμα, μήτε είναι ήχος της γης. Τώρα το ακούω αποπάνου μου. ΠΡΟΣΠ. Σήκωσε τα βλέφαρά σου, και λέγε, τι βλέπεις εκεί πέρα; ΜΙΡ. Τι είν' αυτό; ένα πνεύμα; Θεέ μου, πώς κυττάζει τριγύρω! Πίστεψε με, αφέντη, η μορφή του είναι καλή. — Αμμ' είναι πνεύμα!

Κ' έτρεξα με την ψυχή στο στόμα να το πω του αφέντη μου. — Και ποιος είν' ο φονιάς; Α βαστούσες τουφέκι, θάλεγα πως εσύ είσαι, βρωμόπιστη. Άλλος χριστιανός εδώ απάνω δε φάνηκε σήμερις. — Ο Δημήτρης! Ο Κυρ Δημήτρης! Του Μιχάλη ο αδερφός! — Πήγαινε μέσα να φας. Άιντε, παλιογλωσσού, άιντε! Ανίσως όμως και μου λες ψέματα — — Ψέματα; Να! Και σταυροκοπήθηκε.

Αφέντη, εγώ σου ομολογώ την αλήθειαν πώς τον ηύρα· μα ήξευρε πως να με κάμουν χίλια κομμάτια δεν θέλω τον φανερώσει· μα σου τάσσω πως να σου δίνω κάθε ημέραν από χίλια φλωριά και να με αφήσης ήσυχον εις το εξής. Ο Σμπουλφάτ ευχαριστήθη διά το τάξιμόν μου· και έστειλε με εμένα ένα του πιστόν δούλον, και του εμέτρησα τριάκοντα χιλιάδες φλωριά διά τον πρώτον μήνα.

Και της Πανούργης το βάρος δίνει Να κάμη εκείνη, καθώς ηξέρει. Σωρόν ομπρός του τ' απανωτιάζει, Κι' αυτή κρατάει πολλά ολίγο. Πιος σ' έχει μάθη, της λέει, Κουμπάρα, Με τόσο δίκιο να διαμοιράζης; Σκυφτά εκείνη του απηλογήθη. Του Λύκου, αφέντη, η δυστυχία. Ίσως ο Συγγραφεύς είχε σκοπόν να κάμη όλους τους προηγουμένους μύθους κατά τον ίδιον αυτόν τρόπον. Ζ ί ν ζ ι ρ α ς και Μ υ ρ μ ή γ κ ι.

Όμως μοναδικός θα λογισθή στον κόσμο ο περσικός ετούτος θρίαμβός μου. Βέβαια θα σκάση ο Κωνστάντιος όταν το μάθη και θα σπάση από το κακό του τη γυναίκα του στο ξύλο. ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Μπορεί ποτέ το μήλο να παραβληθή, αφέντη, με τα ξυλοκέρατα!

Ο Ταχέρ τον καιρόν που γεμάτος χαράν ήλπιζε να αποκριθή προς βοήθειάν του, έμεινε νεκρός ακούοντας να ειπή του Κατή έτσι. Επειδή και εσύ, αφέντη, Κατή, ζητείς διά να σου ειπώ την αλήθειαν, εγώ θέλω σου φανερώση το όλον.

Αφτή ο γερός την πόθησε Αργοσφάχτης όταν την είδε μ' άλλες νιες που χόρεβε στη σκόλη της χρυσοδόξαρης θεάς, της κυνηγήτρας κόρης, κι' εφτύς ανέβηο άκακος Ερμής κρυφά στον πύργο και την αγκάλιασε, και γιο της έσπειρε λεβέντη, 185 γοργό πολύ στο τρέξιμο, στις κονταριές τεχνίτη· π' όταν κατόπι η Λεφτερό, των πόνων η χαρίστρα, έβγαλε το παιδί στο φως και του ήλιου 'δε αχτίδα, τότες την κόρη ο Εχεκλής, τ' αφέντη ο γιος Αχτόρου, την πήρε τέρι σπίτι του βαριά πλερώνοντάς την, 190 και το παιδί τ' ανάθρεψε με χάδια ο γέρο-Φύλας, ολόψυχα αγαπώντας το σα νάταν γιος δικός του.

Και τότε εκεί θα χάνουνταν ο βασιλιάς Αινείας, Μον να! τον είδε η μάννα του, η χρυσωπή Αφροδίτη, που στις βοσκιές τον έκανε με τον αφέντη Αχίση, και με τ' αφράτο χέρι της αγκάλιασε το γιόκα, κι' άπλωσε ομπρός του απ' το λαμπρό μια δίπλα φόρεμά της 315 ναν τον φυλάξει απ' τις ρηξές, μην τύχει οχτρός κανένας και της τον σφάξει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι.

Παρ' άμα γύρισε το σκυλί από τις γειτονικές του περιοδίες, και δεν βρήκε τον αφέντη του σπίτι, πήρε το μονοπάτι κι αυτός, και πρι ναποτραβήξη, ας είταν και μια φορά, την ξεκρεμασμένη του γλώσσα, σκύβε σκύβε και μύριζε μύριζε βρέθηκε μέσα στα λιόδεντρα. Από κει πάλε μια και δυο και στις καστανιές.