Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Αφέντη μου είπεν, επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν τόπον, εις τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό προέρχεται από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος αντραλωμένος, είμαι έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με όλον που θα ήξευρα πως θα μου συμβή κάθε εναντίον.

Μήτε άνθρωπου δούλους δε θα μπορούσε να ιδή κανένας ν' ακούν έτσι στην προσταγή του αφέντη. Κι όλοι οι άλλοι λοιπόν εθαύμαζαν και περισσότερο η Κλεαρίστη· κι ωρκίστηκε πως τα δώρα που έταξε θα του τα δώση, επειδή ήτανε καλός γιδάρης κ' ήξερε και μουσική. Κι αφού γυρίσανε στο εξοχικό εγιωμάτιζαν κ' έστειλαν και στο Δάφνη από όσα έτρωγαν.

Και τα λίγα που μένανε, δεμένα στο μώλο. Μπήκε στο χρέος. Ο πατέρας μου φτωχός, κι' αυτός άρχοντας! Μάλιστα. Ο παραγυιός να δανείζη τον αφέντη και να του τώχη και για δούλεψι. Πού τις βρήκε τις σφάντζικες ο κασίδης; Ένας Θεός το ξέρει! Ο κλέφτης καζαντίζει, βλέπεις· ο τίμιος πεινάει Και δος του δανεικά ο πατέρας μου ναπαντήση τα έξοδά του. Και δος του ενέχυρα.

Ταις φωτιαίς, ταις αρμάδαις και τους καβαλλαρέους οπού ήλθαν! — Εγώ; Σοι είπα εγώ να τα διηγηθής αυτά εις τον αφέντη σου; — Αμμή τι; — Έχεις λάθος. — Μη τα έχασες; — Ο ένας από τους δυο. — Τι λες εκεί; — Σου είπα εγώ να διηγηθής εις τον αφέντη σου τέτοια πράγματα; — Τι άλλο; — Εγώ σου είπα μόνον να του πης ότι τον ζητώ. — Έτσι ε; — Τα άλλα αυτά τα είπαμεν μεταξύ μας, είπεν ο Τρέκλας.

Ξέρω και γω, αφέντη μου, να, έτσι μου ήρθε. Και χαμηλώνει πάλε τα μάτια. — Και τίνος το είπες; — Να· της Λεμωνής, της Μορφούλας, και της Λενιώς. Όλες μαζώχτρες. Έσυραν αυτές ύστερα και πήγανε, λέει, να μαζώξουνε στην Κάντανο, και καλά Χριστούγεννα πια. Άρχιζε κι αναθάρρευε η Ασήμω. Η πολύ η ντροπαλάδα δεν είτανε φυσικό της. Είταν ο φόβος και τηνε συμμάζευε στην αρχή. — Και τώρα για πού;

Ο γονιός τους κάθουνταν στην καλόχτιστη Φηρή, σε βιος βαρβάτος, κι' απ' το Ρουφιά κατάγουνταν, απ' το φαρδύ ποτάμι, που κατεβαίνει διάμεσα της γης των Πυλιωτώνε, 545 και τον Ορσίλοχο έσπειρε, πολλών αφέντη ανθρώπων, γονιό τ' ατρόμητου Διοκλή· κι' αφτός παιδιά του πάλι έκανε εκείνους δίδυμα, σε κάθε πόλεμο άξιους.

Λοιπόν, αφέντη, είμ' έτοιμος με την ευχή σου να πάρω την Ουρανίτσα· ιδού λάβε το δακτυλίδι να της στείλης δι' αρραβώνα. — Τι λες, παιδί μου; Η Ουρανίτσα τώρα έχει δυο παιδιά, ανήψια σου. Βρίσκεται στην Ύδρα με τον αδερφό σου. — Τον αδερφό μου... Την επήρε ο Μπιφάνης γυναίκα; — Τι ήθελες να κάμω; Αφού είχα δώσει τον λόγο μου...Δεν με άκουσες εσύ, ο Μπιφάνης έκαμε υπακοή.

Τότε ο Λάμωνας, ενώ είχαν όλοι πια μαζευτή και χαίρονταν ότι θάχουνε μαζί τους δούλο όμορφο, αφού ζήτησε την άδεια να μιλήση, άρχισε να λέη: — Άκουσε, αφέντη, από άνθρωπο γέρο λόγο αληθινό. Και πιάνω όρκο στον Πάνα και στις Νύμφες, πως δε θα ειπώ καθόλου ψέματα.

Εις εκείνα τα μέρη όπου βόσκεις είνε πολύ παράμερα; Δεν πατούν άνθρωποι εκεί; — Δεν πατούν, αφέντη. — Λοιπόν αυτάς τας ημέρας εύρες κανένα άνθρωπον εκεί; — Ναι. — Και τι άνθρωπος ήτον; — Αν ήτον άνθρωπος, μου εφάνη πολύ άγριος, αφέντη. — Τον είδες μίαν φοράν μόνον; — Τον είδα δύο φοραίς. — Ημέραν ή νύκτα; — Νύχτα και μέρα. — Και ήτον μόνος του;

Τέλος ο κυρ Δημητράκης είπε: — Θέλεις νάχης την κατάρα μου; — Όχι, αφέντη, είπεν ο νέος. — Σου λέω έδωκα τον λόγο μου. — Κ' εγώ έδωκα την καρδιά μου. — Άκουσε τι σου λέει ο κύριός σου, παιδί μ', Αγάλλο μ', είπεν η Αρετή. — Τον ακούω, μάννα· μα, αν δεν είνε θέλημα Θεού, δεν θα γείνη. — Δεν σου είπα, &ευχαί γονέων στηρίζουσι&.... παιδί μου; επανέλαβε δευτέραν φοράν ο γέρος.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν