Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Όποιους πεινούνε κι όποιους γυμνητεύουν τους άναψε τα λίγα τα μυαλά, τους είπε αν δεν τους δίνουνε να κλέβουν και να σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά. Να γδύνουν όσους πλούτισαν με κόπο, κάθε άρχοντα και αφέντη να χτυπούν, να κάψουν, να ρημάξουνε τον τόπο, να ρίξουν τις αρχές που κυβερνούν.
Ο Δημήτρης δεν ητένιζε κατά πρόσωπον κανένα εξ όσων απήντα εμπρός του, φοβούμενος μη δειλιάση και οπισθοδρομήση άπρακτος. — Πού είνε ο αφέντης; ηρώτησε τον υπηρέτην, μόλις έφθασεν. — Δεν είν' εδώ· πάρε το 'μεροδούλι σου και φύγε απήντησεν ούτος, αποθέτων επί του πάγκου τεσσαράδραχμον κύλινδρον δεκαρών. — Δεν ήρθα, παιδί μου, για το μεροδούλι· είπεν ο Δημήτρης δειλώς· τον αφέντη θέλω.
Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε: — Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό.
Όσον δι' απόψε έχεις το δωδεκάωρον δικαίωμα και το νυκτερινόν άσυλον, το οποίον σοι χορηγεί ο νόμος, διά να κρυφθής ή να φύγης, αν προλάβης. Ο Πρωτόγυφτος κατελήφθη υπό αληθούς τρόμου ακούσας τας τελευταίας ταύτας λέξεις. Εγονυπέτησε δε αυτομάτως, και εξαγαγών βαλάντιόν τι εκ του κόλπου του, είπε· — Τζάνουμ μη με φυλακώνης, αφέντη. Να και τα φλωριά οπού πήρα, τα παραδίδω εις την εξουσίαν.
Αφέντη, κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν ότι δεν είναι ωραιότης πλέον τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα με όλον τούτο, ακολούθησε χαμογελώντας, που και ημείς την εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να έχασε το λογικόν του· και διά λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν.
Και μήπως η Αίγυπτος, το Μισήρι που λένε, δεν είνε βασίλειο, καθώς τα άλλα; — Δεν ξέρω, είπεν ο Θευδάς εν αμηχανία. — Αν δεν το ξέρης να πας να το μάθης. Κρίμα που συναναστρέφεσαι τόσον καιρό ένα φιλόσοφο άνθρωπο, σαν τον αφέντη σου! Και να μη ξέρης ότι η Αίγυπτος είνε βασίλειο, και έχει και αρμάδαις! — Δεν τώξερα τόσον καιρό, και να με συγχωρής, είπεν ο Θευδάς.
ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι. ΠΡΟΣΠ. Ωσάν τι θυμάσαι; άλλην κατοικίαν, ή άλλους ανθρώπους; Εικόνισέ μου το καθετί, που η μνήμη σου έχει φυλάξει. ΜΙΡ. Είναι πέρα, πέρα, και κάλλια ως όνειρο παρ' ως πράμμα βέβαιο, που ν' αναπαύεται στην ενθύμησή μου. Δεν είχα έναν καιρό πέντ' έξη γυναίκες οπού μ' επρόσεχαν; ΠΡΟΣΠ. Τες είχες, και περισσότερες.
Η πρώτη της λέξις ήτον: καλέ αφέντη, αχ, ο Γιαννάκης μου μού απέθανε!
Σαν ήρθε η ώρα των αυλών και του πιοτού, ο γέρος είπε να πάρουν τα μικρά, τα πειό τρανά να φέρουν απ' τα ποτήρια του κρασιού, πειο γρήγορα να φθάσουν στου μεθυσιού την ηδονή• έφεραν τότε πλήθος από φιάλες αργυρές κι' από χρυσές• κ' εκείνος παίρνοντας την πειο όμορφη, τάχα πως χάρι κάνει στο νέο τον αφέντη του, γεμάτη του τη δίνει, βάζοντας μέσα στο κρασί και δυνατό φαρμάκι, που, καθώς λένε, του 'δωκε να ρίξη η κυρά του, που το παιδί ν' αφανισθή από το φως της μέρας.
Μην τριποδάτε οκνά κιας σας πικραίνει η λύπη, τι πρώτα αφτών τα γόνατα και πόδια θ' αποστάσουν πριν από σας, τι και των διο πια πέρασαν τα νιάτα.» 445 Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε η προσταγή τ' αφέντη και πήραν δρόμο, κι' έφτασαν τα μπροστινά σε λίγο. Και στο μεϊντάνι οι Δαναοί τριγύρω καθισμένοι ζητούσαν τα γοργά άλογα να δουν σα θα προβάλουν· κι' αφτά στον κάμπο δρόμιζαν κουρνιαχτοσκεπασμένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν