Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
— Φτύσε με, αφέντη μου! κατόρθωσε μόλις να ψελλίση. Δεν μπορώ πεια! Και σταυρώσας τας χείρας επί του πληρωθέντος στομάχου του ανέμεινε χριστιανικώς ο αχθοφόρος το πτύσμα του αφελούς χορηγού, προς ον ητένιζεν εναγώνιον βλέμμα ο ανήσυχος οπτανεύς. Επιμύθιον Ελπίζομεν ότι η ευφυία των ημετέρων αναγνωστών δεν θα ζητήση παρ' ημών, αλλά θ' αναπληρώση μόνη της το ελλείπον επιμύθιον.
— Πώς; σας είνε ολίγα; — Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ' εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα. Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο.
— Μανδρόσκυλον. — Είνε μεγάλος; — Είνε τόσος, είπεν ο χωρικός, σημειώσας ύψος τι από του εδάφους διά της χειρός. — Δεν γνωρίζει ο σκύλος σου τα ίχνη; επανέλαβεν ο αρχηγός. — Δεν ξέρω αν τα γνωρίζη. — Δεν έκαμε αυτήν την τέχνην ποτέ; — Είνε μανδρόσκυλος, επανέλαβεν υπερηφάνως ο βοσκός. — Τέλος ειμπορείς, συ ή ο σκύλος σου, να οδηγήσητε αυτό το απόσπασμα; — Ειμπορούμεν, αφέντη.
— Σεΐζη, σιάσε τ' άλογο,... πάρε καλίγωσέτο,... Βάλτ' ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαμματένια, Βάλτου περίσσια την ταή, τη μεταξένια σέλλα, Και τα βαρηά τα φάλαρα, τι θάγω μοναχός μου. — Πού θε να πας, αφέντη μου, με τέτοιο κακοκαίρι; Η μέρα παίρνει να σωθή κ' έρχεται η μαύρη νύχτα, Ο κάμπος όλος έκλεισε και τα βουνά χιονίζουν.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Μια κυρία απ' την Αλεξάνδρεια που κάθεται στο άλλο ξενοδοχείο. Ήρθε να ρωτήση τι ώρα θα γίνη η παράσταση.... Λοιπόν. Ευχαριστώ Αργύρη. Εγώ πάω να συγυρίσω τις κάμαρες. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Για την κάμαρη του αφέντη μη λάβης τον κόπο. Το κρεββάτι του είναι όπως τώστρωσες. Ο αφέντης δε κοιμήθηκε τη νύχτα. ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Και τι έκανε; Κυνηγούσε τα κουνούπια; Για τις κατσαρίδες; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ξέρω γω.
Και βρήκε χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο. Και έκαστε ομπρός του, τούπιασε με το ζερβύ της χέρι 500 το γόνα, και με το δεξύ τού αγγίζει το πηγούνι κι' έτσι τον πρωταφέντη γιο περικαλάει του Κρόνου «Αφέντη Δία, αν άλλοτες μες στους θεούς με λόγο ή μ' έργο εγώ σ' ωφέλησα, αχ κάνε μου μια χάρη!
Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του.
Το κάρο εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα, αλλά επάνω στη γέφυρα, κάτω από το φεγγάρι, έμενε ο ντον Τζάμε νεκρός, ξαπλωμένος στη σκόνη, με ένα μελανό εξόγκωμα σαν ρώγα σταφυλιού στο σβέρκο. Ο Έφις γονάτιζε πλάι στο νεκρό και τον ταρακουνούσε. «Ντον Τζάμε, αφέντη μου, έλα, έλα! Οι κόρες σου σε περιμένουν.» Ο ντον Τζάμε έμενε ακίνητος.
Εκείνος σηκώθηκε· μα έμεινε ορθός μπροστά του με το κεφάλι σκυμμένο. Ήθελε να δείξη πως δεν τολμούσε να κυττάξη στα μάτια τον αφέντη του. — Έλα, Πέτρο· κάτσε! του είπε δείχνοντας θέση κοντά του. Εκείνος τίποτα. Ξαναπροσκύνησε μα δε σάλεψε από τη θέση του. Ο Χαγάνος καταυχαριστημένος τον έπιασε από το χέρι και τον έβαλε κάπως στανικά να καθίση.
— Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσης, να σας κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθήτε το να «&καλοδεχτώ&». Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτή το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε συντρέξη πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι' έστριψε να μπη στον αυλόγυρό της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν