Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Κ' ενώ τούτοι έκαναν αυτά, ήλθεν από την πολιτεία δεύτερος μαντατοφόρος κ' επρόσταξε να τρυγάνε τ' αμπέλια το γληγορότερο· κι αυτός είπε, θα μείνη εκεί όσο που να κάμουνε τα σταφύλια μούστο, κ' ύστερα γυρίζοντας στην πολιτεία θα φέρη τον αφέντη, όταν πια θα είναι ο χυνοπωριάτικος τρύγος.
ΒΕΡΑΛΔΟΣ Βαστάει η καρδιά σου, αδελφέ μου; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε σας συγκινεί, αφέντη, μια τέτοια αγάπη; Ναι, γίνου γιατρός και σου δίνω την κόρη μου. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Ευχαρίστως, κύριε Αργγάν. Αν είναι μόνο αυτό για να γίνω γαμβρός σας, και γιατρός γίνομαι και φαρμακοποιός και ό,τι θέλετε. Δεν είναι δύσκολο πράγμα. Είμαι πρόθυμος να κάνω ό,τι δήποτε για ν' αποκτήσω την ωραία Αγγελική.
Τότε ο αληθινός Θεός προσβλήθηκε και έκανε τους υπηρέτες αυτού του βασιλιά τόσο κακούς, που συνωμότησαν για να σκοτώσουν τον αφέντη τους. Ναι, έβαζε να λατρεύουν ένα Θεό, όλον από χρυσάφι: γι’ αυτό έμεινε στον κόσμο τόση αγάπη για το χρήμα και οι συγγενείς, ακόμα, σκοτώνουν τους συγγενείς για το χρήμα. Ακόμη και τα αθώα πλάσματα λατρεύουν το χρήμα.»
Ετούτο είνε, αφέντη μου, εκείνο που επιθυμάτε να ηξεύρετε διά ιστορίαν και εις το εξής μη θαυμάσης τόσον διά τα δώρα που σου έκαμα, ούτε διά εκείνα όλα που είδες εις το σπήτι μου.
Ο κύριος είνε πάντοτε άσχημα. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Άκουσα πως είνε καλύτερα· άλλως τε και η όψι του είνε καλή ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Τι θέλετε να πήτε με το «η όψι του είνε καλή»; Απεναντίας, είνε πολύ κακή η όψι του αφέντη. Κανένας άμυαλος θα σας είπε πως είνε καλύτερα. Ποτέ δεν ήταν χειρότερα από τώρα. ΑΡΓΓΑΝ Έχει δίκηο.
Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!... — Αφέντη, σε γυρεύουν, Σηκώθηκα και άνοιξα. — Ποιος; — Ένας κύριος και καλά θέλει να σε ιδή. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.
— Να μαζώξης τα λόγια σου, είπεν οργίλως ο Θευδάς. — Ο διάβολε! και τι σου χρεωστούσα να με γελάσης μες τα μάτια; — Εγώ σε γέλασα; — Δεν μου υποσχέθηκες να πας; — Δεν σου το υπεσχέθην επισήμως, είπεν ο γεννάδας. — Και τι θα πη &επισήμως&; Δεν καταλαβαίνω εγώ απ' αυτά, να σε χαρώ. — Σαν δεν καταλαβαίνης, κατάλαβε, είπεν ο Θευδάς. — Μη χειρότερα. — Δεν θα τα πης του αφέντη μου αυτά που μου είπες;
Αφέντη στο κεφάλι μου; Να τσακιστής γρήγορα να φύγης, μη σου τσακίσω το ξερό σου. Ο Κυρ-Νικολάκης τα χρειάστηκε. Έκαμε να την καλοπιάση. — Μη συχύζεσαι, γειτόνισσα. Καλέ, έτσι χωρατεύω εγώ, δε με ξέρεις; «Ον αγαπά Κύριος, παιδεύει..» Και για να την καλοπιάση τη χάιδεψε στο μάγουλο. Τότε ήταν που ήταν.
Η Κροκάλη δεν ξέρω πώς κατώρθωσε και τώστριψε και κρύφθηκε στο σπίτι της Θεσπιάδος της γειτόνισσας. Εμένα μ' εκτύπησε ο Δεινόμαχος και μου είπε «Γκρεμίσου απ'εδώ» και αφού μούσπασε τους αυλούς μου τους πέταξε. Τώρα πηγαίνω να τα πω στον αφέντη μου• επήγε δε και ο χωρικός νάβρη μερικούς φίλους που έχει εδώ στην πόλι διά να ενεργήσουν να συλληφθή ο Μεγαρεύς και να παραδοθή εις τους πρυτάνεις.
Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν