Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Κι' άρχισε πρώτα κι' έλεγε της Ίριδας διο λόγια «Τρέχα, γοργή Ίριδα, να πας, κι' αφτά άκου να μηνήσεις όλα τ' αφέντη Ποσειδού χωρίς ν' αλλάξεις λέξη. Πες του πολέμους και σφαγές να παραιτήσει αμέσως, 160 και μια και διο ή στη θάλασσα ή στων θεών τον κύκλο.

Ηπόρουν εγώ διατί απηύθυνεν ο αρχηγός τας ερωτήσεις ταύτας προς τον αγρότην, αλλά φαίνεται ότι είχεν έξιν να προβαίνη πάντοτε κατά τάξιν. Ίσως δε είχε σκοπόν, διά της προκαταρκτικής ταύτης εξετάσεως, να εμπνεύση ολίγον θάρρος εις τον αγροδίαιτον. — Είσαι κάθε μέρα έξω εις τα βουνά; εξηκολούθησε να ερωτά ο αρχηγός. — Κάθε μέρα, απήντησεν ο αιπόλος. — Και βόσκεις βώδια; — Γίδια, να σε χαρώ, αφέντη.

Μα, ω αφέντη μου, ακολουθούσεν αυτή να λέγη, πώς θέλεις εσύ εγώ να πιστεύσω πράγματα τόσον παράξενα; φθάνει να μου ακούσης την ιστορίαν, ω ωραία μου κόρη, απεκρίθη εκείνος· και μην αμφιβάλης πλέον τόσον εις την αλήθειαν τον λόγων μου. Από εκείνο που σου εφανέρωσα, ηκολούθησεν αυτός να λέγη, ημπορείς με ευκολίαν να καταλάβης πως εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Εγώ είμαι το λοιπόν ένας εξωτικός.

Κι' αφορμής συχνά το κάνουν, Και αυτά κακό δε βάνουν. Αμ εγώ, κυρ Γάιαδρέ μου Που δεν έμαθα ποτέ μου Από όλ' αυτά κανένα, Τι καλό θωρώ για μένα; Και τι άλλο όχ το μαχαίρι Του αφέντη μου το χέρι Καρτερώ για να μου δώση, Όπου να με ξεφορτώση; Αν φωνάξω δε σου φταίγω, Άφινέ με καν να κλαίγω, Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω, Επειδή και θα πεθάνω.

Είνε οκτώ παρά τέταρτον. Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της υπηρετρίας. — Αφέντη! — Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός Ο Δημητράκης, ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·Έφερε τα γάντια μου; — Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .

Η Βασιλική » Εκεί μ' ήλθε θρηνούσα.» « Έπεσε μεςτα πόδια μου. » — Αφέντη μου! μου λέγει, » Λυπήσου! τον πατέρα μου » Μπροστά μου, μεςτα 'μάτια » Εσφάξανε οι Τούρκοι σου, » Τον έκαμαν κομμάτια — . » Μ' ωμίλαε κ' η δύστυχη » Δεν έπαυσε να κλαίγη

Έγινε κολλήγας και με τους άλλους συντοπίτες του έσπερνε και θέριζε τα χωράφια τα δικά του, φέρνοντας στο καλύβι ό,τι άφινε η ασπλαχνιά του αφέντη του. Έτσι έζησε αυτός, έτσι ο γιος του, τ' αγγόνι, το διγγόνι του. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, γενεές και γενεές. Η κακοτυχιά όμως δεν άφινε τους Ευμορφόπουλους. Μια γενεά έδιωχνε την άλλη· μα δε μπορούσε να διώξη και τη σκλαβιά από πάνω της.

Δε μου λες, ορέ Πέτρο· είπε κρατώντας τα λόγια στα δόντια του. Τι σούρθε και πάτησες τον τόπο μου ; Με πήρες για πεθαμένον ορέ κ' έτρεξες να με κληρονομήσης ; — Όχι, αφέντη μου· αποκρίθηκε ο Πέτρος με ξεψυχισμένη φωνή, προσκυνώντας τον πάλε. Εγώ δεν πήγα να σου πατήσω τον τόπο. Δε μ' έφτανε ο δικός μου και πέρασα να σπείρω λιγάκι, να χορτάσουν τα παιδιά μου ψωμί.

Εκεί στο σείστη Ποσειδό πήγε σιμά και τούπε «Ήρθα ως εδώ 'να μήνημα, αφέντη γιε του Κρόνου, να φέρω απ' τον αστραπεφτή φουρτουνοκράτη Δία. 175 Λέει από μάχες και σφαγές να τραβηχτείς, και μέσα στη θάλασσα ή στα θεϊκά λημέρια να γυρίσεις.

ΘΕΡΑΠΩΝ Ζούνε; Τι λες; Τη συμφορά δεν ξέρεις του σπιτιού μας; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι. Εκτός αν ψέμματα ο κύριος σου είπε. ΘΕΡΑΠΩΝ Είναι πολύ φιλόξενος, και για να μη λυπήση τον ξένο του. ΗΡΑΚΛΗΣ Λέγε λοιπόν τι συμφορά σας βρήκε; ΘΕΡΑΠΩΝ Πήγαινε στο καλό εσύ χαρούμενος. Οι άλλοι εμείς ας τηνε κλάψωμε τη συμφορά του αφέντη. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν φαίνεται απ' τα λόγια σου να πρόκειται για ξένον.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν