Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Και τι σ' έκαμε, παιδί μου, να διαλέξης του μακαρίτη του παπά Χαραλάμπη το γιο; Αρετ. Και γιατί, μαννούλα μου, να σου το βαστάξω κρυφό, που δε φταίγω. Ο ίδιος ήρθε δεύτερη φορά απόψε στο περιβόλι και μου το είπε πως μ' αγαπά. Και του απολογήθηκα πως νάρθη να σε βρη, γιατί εγώ προξενήτρα δική μου δε γίνουμαι· και τούκλεισα το παράθυροΞεθαρρεσιά του κι αδιαντροπιά του!

Έχει φαρμάκι αυτό το αίμα, και σε καίγει καθώς ταγγίξης. Μα φοβούμαι μήπως εκείνο σαγγίξη, και σε λυπούμαι, γιατί πρέπει μέσα σου νάχης ρωμαίικο αίμα και συ. Τι σου φταίγω ως τόσο! Δικό σου είναι το αίμα μου, και σου τόστελα. Πες τώρα κανενός να τα πετάξη αυτά τα χαρτιά στη θάλασσα. Ναι, έτσι, με τη μασιά να τα πιάσουνε. Τι; τους καίνε πάλι; Μην απελπίζεσαι. Πρόσταξε φωτιά να τους βάλουν.

Μη μ' εμπαίζης, είπεν οργισθείς ο ξένος. Το βλέπεις αυτό; Και ήστραψεν εις το σκότος η λεπίς του εγχειριδίου. — Δεν σε είδα, αφέντη, είπε τρέμων ο Τρέκλας. Τώρα ήλθα. Φταίγω εγώ; εκοιμώμουν και δεν σε είδα. — Θα ομιλήσης σωστά; είπεν ο ξένος. Θα σε τρυπήσω τώρα μ' αυτό. — Ω, αφέντη, ξεύρω κεγώ; Διατί μ' ερωτάς; Τι θέλεις από εμέ; Δεν έχω χρήματα. — Δεν θέλω εγώ χρήματα. Μ' επήρες διά κλέπτην;

Τι θέλεις; είπε μετ' ολιγωρίας ο Πλήθων, και ητοιμάζετο να κλείση την θύραν και ν' αποσυρθή. — Περίμενε, αφέντη, μίαν στιγμήν. Εγώ δεν φταίγω τίποτε. Δεν ήρθα εγώ μοναχός μου. Άλλος μ' έστειλε. — Ποίος άλλος; — Η καλόγρηαις. — Και τι θέλεις; — Να σου πω ένα πράγμα. — Τι; — Μου είπαν να σου το πω κρυφά εις τ' αυτί σου. — Έλα εδώ.

Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μέφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεντικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κ έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζης. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου».

Και τι άλλο οχ το μαχαίρι Του αφέντη μου το χέρι 1160 Καρτερώ για να μου δόση, Οπού να με ξεφορτόση; Αν φωνάξω δε σου φταίγω, Άφινέ με καν να κλαίγω, Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω, 1165 Επειδή και θα πεθάνω. Ο φρόνιμος, και ο γνωστικός, Παντού υπομονετικός, Της τύχης την καταδρομή Ποτέ δεν παίρει με ορμή· 1170 Αλλ' υποφέρει τα δεινά Με μέτρα γνώμης ταπεινά.

Κι' αφορμής συχνά το κάνουν, Και αυτά κακό δε βάνουν. Αμ εγώ, κυρ Γάιαδρέ μου Που δεν έμαθα ποτέ μου Από όλ' αυτά κανένα, Τι καλό θωρώ για μένα; Και τι άλλο όχ το μαχαίρι Του αφέντη μου το χέρι Καρτερώ για να μου δώση, Όπου να με ξεφορτώση; Αν φωνάξω δε σου φταίγω, Άφινέ με καν να κλαίγω, Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω, Επειδή και θα πεθάνω.

Κι' αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κ' εκείνο από κανέναν άλλονε. Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του. — Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου!

Ε, δεν ακούτε; Ποίος διάβολος σας έβαλε να μαλόνετε έτσι; Δεν μας μέλει. Τι λέγω εγώ; Χμ.. Γρ.. Όρεξι που είχα να κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω εγώ; ας έλειπε αυτός και τα υπέρπυρά του. Κέφι που το έχετε να τρώγεσθε έτσι τόσην ώρα! Βούγκο! Μάχτο! ησυχάσετε. Τίνος το λέγω; Θα σας σκοτώσουν. Μη βαρεθήκατε τη ζωή σας; Ε, Βούγκο! εσένα το λέγω. Άφησε αυτόν τον άλλον, είνε τρελλός. Εσύ κάμε φρόνιμα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν