United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας είπες χθες πως πηγαίνεις εις την πρωτεύουσα να κυνηγήσης την τύχη, και σήμερις το πρωί εμάθαμεν από μίαν Κίσσαν, ότι παρουσιάζεται μία ευκαιρία μοναδική να την πιάσης από τα γένεια. Ο Βασιληάς, αφού εχήρεψε πρόπερσι, εβαρέθηκε τα μεγαλεία, ταις δόξαις, τα πλούτη και όσα άλλα του ζηλεύει ο κόσμος.

Κι' άλλες φορές βγήκανε να τον χτυπήσουν, απ' λες, να του τα πάρουν. Μα πάντοτες ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης. Είνε τεχνίτης, Φουλίτσα μ', είνε τεχνίτης. Είνε να πούμε καλός εχτιμητής. Πρόπερσι ήρθαν κάτι Σκοπελίτες να τον βαρέσουν, μα σαν άκουσαν της χιλιάδες, νά, τους πήγε! Φεύγουν κ' ακόμα φεύγουν.

Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα. Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως την οκά, και δεν γελιέται. — Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά. Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.

Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.

Γιατί τους αφίνουμε τους Τούρκους και τα κάμνουν αυτά; Πώς δε λέμε του Δεσπότη να τους παιδέψη; Και σαν τουρκέψουν, τι γίνουνται τα παιδιά; Κ' η μακαρίτισσα μου τα ξηγούσε όλα με υπομονή, πως αυτοί είναι πιώτεροι από μας, πως είνε αφεντάδες αυτοί, πως εμείς άλλο φίλο δεν έχουμε παρά το Θεό, κι ο Θεός θα μας γλυτώση μια μέρα από τους Τούρκους, καθώς μας γλύτωσε από το θανατικό πρόπερσι.

Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ' αφήκε. Δεν ήθελε να πη μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Είταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος περαστικός επιθυμεί ας τα διαβάση, κι όποιος τα διαβάση από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρη μαζί του. — Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα; — Κανένας.

Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μέφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεντικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κ έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζης. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου».

Το πρώτο του κορίτσι, η ξανθομαλλούσα η Βασιλική, δυο χρόνια τόρα αρραβωνιασμένη θάνοιγε το σπίτι της κι αυτή, θάβγαινε το κορίτσι από τη συλλογή του, θάβγαινε κι αυτός απ' αυτή την παντρειά. Πέρυσι η σταφίδα τίποτε, λιγοστή, πρόπερσι τα ίδια. Τόρα έδοσε ο θεός κι όλα καλά πήγαιναν. Και τα τραγούδια έρχουνταν γλυκύτερα, από μακριά, κ' η εξοχή χαμογελούσε όμορφη κι ευτυχισμένη.

Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος. Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει; — 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε.

Λεν πως πρέπει ο χρόνος να σωθή, για να γίνη το κακό. Αχ! γιατί ο πατέρας να πεθάνη; Να ζούσε, θα είμαστε δεκατέσσερεις. Πρόπερσι πέθανε· μεγάλωσαν τα παιδιά και μας τάβαλαν πια κι αφτά στο τραπέζι μαζί μας. Έτσι θέλησε ο παπούς. Έτσι το θέλησε η κακή μου η τύχη! Η μητέρα μου τόλεγε πέρσι. Είχε δίκιο. Όχι! δεν την άκουσα. Να μην καθήσουνε στο τραπέζι δεκατρείς. Δεν την άκουγα και γελούσα.