United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι να τρελλαθή κανείς, Γουλιέλμε, όταν σκεφθή πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν αισθάνονται εκείνο καν το λίγο το οποίον έχει αξίαν τινά επί της γης. Γνωρίζεις τις καρυδιές κάτωθεν των οποίων εκαθόμουν με την Καρολίναν εις την οικίαν του αγαθού ιερέως του Σ . . . τις λαμπρές καρυδιές που ο Θεός το ξεύρει, μου έδιναν πάντα την πιο μεγάλη ψυχική ευχαρίστηση!

Διέκοψε τώρα επί μικρόν εις αναψυχήν και πάλιν λέγει: — Ξεύρεις, παπά μου, πόσους ναύλους εγώ έχασα ς' την Φραγκιά για να προτιμήσω την Πόλιν; Τώρα η νεολαία ξεύρει μόνον της φάμπρικαις της Πόλεως. Και πού να σου πω ακόμα πως ολίγον έλειψε να ιδώ και τον Άγιον Βασιλέα! — Τον Άγιον Βασιλέα! εκραύγασεν έκθαμβος ο ιερεύς. Μέγας ει Κύριε! Άλλη φορά δεν μου τα είπες αυτά.

Όχι μόνον σφυρί στ' αμώνι αλλά και μαχαίρι στην καρδιά! Έπαψαν τόρα οι δισταγμοί. Δεν θα καταντήση αυτός ανάμπαιγμα μέσα στους σφουγγαράδες! Ως τόσο τον έντυναν οι άλλοι σαν γαμπρό. Σαν γαμπρό και μαζί σαν λείψανο. Ζωντανός έμπαινε· μα ποιος ξεύρει αν θα έβγαινε και ζωντανός; Ο βουτηχτής παίζει πασέτα τη ζωή του. Το γνωρίζουν όλοι· το καλογνωρίζει και πρώτος αυτός.

Ποιος ξεύρει τι αλλόφυλους επήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοκράτορα σε Ανατολή και Δύση τον τίμιο Σταυρό! Ήταν η αυγή ανοιξάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δεν εσειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πίχτρα· χαρτί να γράψης απάνω. Στον διάφανο ουρανό επρόσμενες να ιδής καθρεφτισμένα όλα τα νησιά και τ' ακρογιάλια με τα δάση και την πρασινάδα τους.

Μίαν φοράν μετά μεσημβρίαν, ενώ έβρεχε και εκαθήμην άεργος, δεν ηξεύρω πώς μου κατεβαίνει: πιθανόν να μας επιτεθούν, μπορεί να χρειασθούμε τα πιστόλια, και μπορεί . . . — ηξεύρεις δα πώς γίνονται αυτά. — Τα έδωκα εις τον υπηρέτην διά να τα καθαρίση και να τα γεμίση· και αυτός χαριεντίζεται με τα κορίτσια, θέλει να τα τρομάξη, και ο Θεός το ξεύρει πώς, το όπλον πίπτει, ενώ η βέργα ήτον ακόμη εις την κάννην, και εξακοντίζει την τουφεκόβεργαν εις την άκρη του δεξιού χεριού ενός κοριτσιού, και της συντρίβει τον αντίχειρα.

Ποιός ξεύρει : πιθανόν να μου ήρεσε το δράμα, επειδή μου είχεν αρέσει το μιθυστόρημα, επειδή έβλεπα γνώριμα πρόσωπα επάνω εις την σκηνήν, και επειδή μου ενθύμιζαν περιγραφάς, σκηνάς και επεισόδια ωραία• πολύ υποπτεύομαι, αλλά χωρίς να έχω καμμίαν βεβαιότητα, ότι εις το δράμα εχάλασε το μυθιστόρημα, όπως συμβαίνει σχεδόν κάθε φοράν που από ένα μυθιστόρημα βγαίνει ένα δράμα.

Ποιος τα ξεύρει αυτά; Μόνος ο Θεός τα ξεύρει, μόνος ο Θεός! Φρικίασις τότε θανάτου διέτρεχε τα γηραιά μέλη της φανταζομένης γραίας. Φρικίασις ομοία διέσειεν ακόμη και τα ημίξηρα της ακαλλιεργήτου αμπέλου φύλλα, τα οποία συγκρουόμενα, το έν μετά του άλλου, εβόυζον ξηρώς γύρω- γύρω, πλαταγίζοντα εν συσσυρμώ, ως να εσύρετο ερπετόν υπ' αυτά, βραδυπορούν: — Μόνος ο Θεός το ξεύρει, μόνος ο Θεός!

Ο Ορέστης ξεύρει και κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και σάντουιτς και κρασάκι και φρούτα . . . — Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις, λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του. — Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και εψώνιζε.

Όπου κι' αν ήσαι τώρα, χαμηλά, 'ψηλά, δείξε μας την μορφήν του και την τέχνην σου! Πρώτη οπτασία. ΜΑΚΒΕΘ Άγνωστη Δύναμις, ειπέ... Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ 'Ξεύρειτον νουν τι έχεις. Άκουε μόνον, μη λαλής! ΤΟ Α' ΦΑΣΜΑ Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ! φυλάξου από τον Μακδώφ. — Αρκεί. Απόλυσέ με. ΜΑΚΒΕΘ Ό,τι κι' αν ήσ', ευχαριστώ διά την συμβουλήν σου· ταιριάζει με τους φόβους μου. Μίαν ακόμη λέξιν...

Ποιος ξεύρει πόσα τέτοια γράμματα θα έχη ως τώρα γραμμένα ο άνδρας της. — Αι, και θα του δανείσης τώρα συ; — Να ιδούμεν. Αν έχη ασφάλειαν . . . — Αφού σου γράφει ότι δεν έχει άλλην από την υπογραφήν του. — Αυτό είνε ένας λόγος. Όλοι εις την αρχήν έτσι λέγουν. Κάτι θα του βρίσκεται. Την στιγμήν εκείνην κρούεται η θύρα, και μετ' ολίγον εισέρχεται ο υπηρέτης λέγων·Αυθέντη, ένας κύριος σας ζητεί.