United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν αυτήν υπηρέτης με κομψήν οικοστολήν προσεκόμισεν επί δίσκου φρούτα, κρασί και άλλα αναψυκτικά, από τα οποία έλαβα το μέρος μου. Μετ' ολίγον η κυρία εξήλθε του δωματίου. Όταν εξήρχετο ηρώτησα τον ξένον μου με ένα χαρακτηριστικόν νεύμα. — Όχι, είπεν, ω όχι!... Είναι συγγενής μου, η ανεψιά μου . . . τελεία καθ' όλα ύπαρξις.

Το αφεντικό μου, ο ντον Πρέντου, αδιαφορεί γι’ αυτό το κομμάτι γης: έχει τόσα άλλα κτήματα. Το μεγάλο, στο Μπάντε Σάλικε, εκείνο μάλιστα, δίνει παραγωγή. Τα φρούτα από ’δω το αφεντικό μου τα στέλνει πεσκέσι στις ξαδέλφες του, τις κυράδες σας, εκείνες όμως μένουν πάντα κλεισμένες μέσα όπως ο σκαντζόχοιρος στ’ αγκάθια του.

Σ’ όλο το σπίτι βασίλευαν η γαλήνη και η ευημερία. Πάνω στους ανοιχτόχρωμους τοίχους τρεμόπαιζαν ο σκιές των φοινικόδεντρων και ανάμεσα στα φυλλώματα από τις ροδιές που χρύσιζαν τα κόκκινα φρούτα ανοιγμένα έδειχναν τους μαργαριταρένιους σπόρους τους όμοιους με δόντια μικρού παιδιού.

Ο ντον Πρέντου είχε κιόλας απομακρυνθεί όταν ο Έφις τον πρόφτασε στη μεγάλη στράτα προσφέροντάς του με τα δυο του χέρια ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και λαχανικά. «Ντον Πρέντου, στείλτε αυτό με την υπηρέτριά σας στις κυράδες μου. Εγώ δεν μπορώ να εγκαταλείψω το κτηματάκι…. και ο ντον Τζατσίντο δεν έρχεται…»

Και τους μιλούσε, λες και τον καταλάβαιναν, και τους έλεγε να προσέχουν μην σπάσουν, μην ξεραθούν, να μεγαλώσουν καλά και να δώσουν πολλά φρούτα, όπως ήταν το χρέος τους, αλλά κάποιος θόρυβος στο δρόμο τράβηξε την προσοχή του. Ο ντον Πρέντου, περήφανος και βαρύς πάνω στο μαύρο, παχύ άλογό του, περνούσε πίσω από την αιμασιά.

Είτανε πρωτομαγιά και μιλήσαμε πως μπορούσαμε να την κάμουμε να περάση ευχάριστα για τα παιδιά, όπως το συνηθίζαμε προτήτερα. Στην αρχή μου είταν αδύνατο να φανταστώ πως είταν αληθινό ό,τι έμαθα. Όσο να έρθη η ώρα, που θάφευγε το τραίνο, πήγα κι αγόρασα λίγα φρούτα κι άλλα πράματα, που χρειαζόντανε για τη χαρούμενη μέρα.

Εσείς θα έρθετε όταν θα είναι έτοιμα τα λαχανικά και τα φρούτα για να τα πάτε στο χωριό… Το άλογό σας όμως δεν αντέχει το δισάκι!», πρόσθεσε μισοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στη λάμψη του ποδηλάτου. «Θα φύγω για το Νούορο!», είπε ο Τζατσιντίνο κοιτάζοντας ωστόσο το κτήμα από κάτω προς τα επάνω, όπως κοιτάζουμε έναν άνθρωπο. «Θα έρθετε καμιά φορά!

Δεν ξαναφάνηκε για πολλές μέρες και ο Έφις άρχισε ν’ ανησυχεί και για τον λόγο ότι τα λαχανικά και τα φρούτα στοιβάζονταν στη σκιά της καλύβας και δεν ερχόταν κανείς να τα πάρει.

Μα κι αυτό το φεγγάρι της ψυχής της, όπως και τάλλο τουρανού ήτονε γι' αυτήν πάντα το πρόσωπό της Βεργινίας, το κάτασπρο- από τότες που την είχε πλανέψει από πάνω στο βουναλάκι. . . Έξω ήτον καλοκαίρι: ήλιος ασπρόφλογος παντού . . βαθιά γλαυκή πέρα η θάλασσα που έστελνε κάθε απομεσήμερο δροσερές πνοές κ’ έδερναν ταπλωμένα ρούχα στις αυλές. . φρούτα. . τραγούδια τη νύχτα μες τους δρόμους που ανοίγανε λιγωμένη αγκαλιά στου φεγγαριού το σιγαλινόν ύπνο, τον ασημένιο. . λουλούδια. . κελαιδήματα πουλιών. . σύννεφα μεγάλα σαν τρικάταρτα καράβια μ' άσπρα παννιά σαν κάτεργα παλιά, ασάλευτα στις ράχες των βουνών, και καμμιά φορά σα Δράκοι κι αρχαίοι Θεοί που μπουμπούνιζαν πάνω απ’ τον Πάρνηθα και τον Υμηττό . . . Και μ' όλ' αυτά η Λιόλια κι όχι μονάχα η Λιόλια, μα κι ο Νίκος, ζούσανε μαζί σα μέσα σ' ένα υπόγειο που τους βάραινε το χαμηλό ταβάνι στο κεφάλι κι ο αέρας ο βαρύς στο στήθος Από 'κείνο το βράδυ που την είχε ξεγελάσει το φεγγάρι δε λαμπάδιασε πια η ψυχή του κοριτσιού-όσο και να την έσφιγγε ο αγαπημένος της μέσα στα δυνατά του χέρια ολοδικήν του πια! ολόδικός της ! μ' όση φλόγα και να κόλλαγε τα χείλια του στα δικά της.

Είχε ιδεί περιβόλια με φουντωμένα δένδρα, που κάνανε χρυσά φρούτα, και λίμνες, που άμα έσκυβες απάνω στα νερά τους, έβλεπες κάτω βασίλεια αλάκερα με σπίτια και καμπαναριά και περιβόλια, και άμα κύτταζες πολύ, μια λάμια σε τραβούσε κάτω στα βάθη και δεν ξανάβγαινες πια. Και τι δεν είχανε ιδεί τα μάτια της! Εμείς δεν ξέραμε τίποτε απ' όλα αυτά.