United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο αναμεταξύ η ντόνα Νοέμι είχε κατέβει με το τηλεγράφημα στο χέρι, αλλά δεν αποφάσιζε να το διαβάσει, λες και της άρεσε να μεγαλώνει την αγωνία και την περιέργεια του υπηρέτη. «Έστερ», είπε, ενώ καθόταν στον πάγκο πλάι στο τζάκι, «γιατί δεν βγάζεις το σάλι;» «Έχει λειτουργία στην εκκλησία σήμερα το πρωί∙ θα ξαναβγώ. ΔιάβασεΚάθισε κι εκείνη στον πάγκο και η ντόνα Ρουθ την μιμήθηκε.

Για να τον ακούσουμε πρέπει να κάμη τα γλωσσικά ζητήματα έργο κι όχι πάρεργο, να σας μιμηθή, να τα μελετήση σαν και σας, να σπουδάξη την αρχαία και τη νέα γλώσσα. Όποιος πήγε στο σκολειό, όποιος διάβασε Ξενοφώντα και παίρνει το κοντύλι να γράψη, δεν έγινε μ' αφτό αρειοπαγίτης. Χρειάζεται κάτι παραπάνω.

Τη γλώσσα που σήμερα λαλεί, την έχει από τα χρόνια τα παλιά, από τους αρχαίους την άκουσε, την πήρε, μπορώ να πω, μέσα από των αρχαίων το στόμα. Κι από πού το βλέπουμε; Από τους τύπους που συνηθίζει η γλώσσα μας ακόμη και σήμερα. Ο καθένας διάβασε στη γραμματική, μερικοί μάλιστα έμαθαν απ' όξω τα συνηρημένα ρήματα και κλίνουν το φιλέ-ω, φιλώ, φιλέ-εις, φιλείς, φιλέ-ει, φιλεί.

— Η ψυχή των Ευμορφόπουλων ίδια κι απαράλλαχτη· διάβασε κυττάζοντας κατάματα την κόρη. — Εύγε του· είπε η Ελπίδα ενθουσιασμένη. Ακκούμπησε στον ώμο του κι άρχισαν να ξεφυλλίζουν το βιβλίο και να τρώνε με το μάτι τις σελίδες του. Ήταν αλήθεια βαθιάς σπουδής σύγγραμμα.

Ψυχάρη· δεν πιστέβω νάχη κανένας το δικαίωμα να πη που του Ψυχάρη η γλώσσα «φέρει την σφραγίδα της δουλείας», κι όποιος το λέει βέβαια δε θα διάβασε το βιβλίο του. Μα δε λυπούμαι που δε με διάβασε ο κ. Α. Γ. Η. Με κακοφαίνεται μόνο που μπόρεσε ένας Γραικός να γράψη τέτοιο λόγο. Δεν ταιριάζει και μάλιστα, για να πω φανερά την ιδέα μου, είναι άτοπο να μιλή κανείς έτσι για τη γλώσσα του.

Ελπίζω να μάθη, να διαβάση, και να μιλή μόνο για όσα διάβασε. Εκείνος θα μας διαβάζη κατόπι και θα μας κρίνη. Ίσως όχι εκείνος ακόμη. Μου φάνηκε σα λιγάκι δασκαλεμένος. Μα θα καταλάβη κατόπι, και θα μας διαβάζουν τα παιδιά του. Θέλουμε καιρό να ξεσκουριάση το έθνος. Μας αφάνισαν οι δασκάλοι. Θαφανιστούν όμως κι αφτοί καμιά μέρα. Καμιά μέρα τα εγγόνια μας θα γελούν που ακούαμε τους δασκάλους.

Φώναξε τότες ο λαός αναγαλλιασμένος «Πολλά τα έτη» και της Βασίλισσας και των αρχόντων, διάβασε ο Γραμματικός τα υστερνά λόγια της βασιλικής ομιλίας, γεμάτα κι αυτά συβουλές και καλοπιάσματα, και κατέβηκε τέλος η Αριάδνη από το κάθισμα.

ΛΗΡ Στάσου, Να το σκουπίσω πρόσμενε. Μυρίζει ανθρωπίλαν. ΓΛΟΣΤ. Ελεεινή καταστροφή! Κι' ο μέγας τούτος κόσμος θα καταντήσητο μηδέν επίσης! — Με γνωρίζεις; ΛΗΡ. Τα ενθυμούμαι τα 'μάτια σου. Τι με αλλοιθωρίζεις; Ό,τι θέλεις κάμε, τυφλέ Έρωτα, δεν με πιάνεις! Δεν ερωτεύομαι εγώ! — Διάβασε αυτά εδώ. Κύτταξε πώς το έγραφα. Είναι πρόσκλησις εις μονομαχίαν.

Ναι, δεν ξέρω! Όσα σου είπα τ' άκουσα από τη μάννα μου. — Κ' η μάννα σου πού τα διάβασε; — Πουθενά· απ' τη μάννα της τάμαθε κ' εκείνη. Απ' τη μάννα της κι από τον πατέρα της. Δεν ξέρεις το λοιπόν πως κρατάμε από την ίδια ρίζα; — Το ξέρω, Ελπίδα, το ξέρω και το παραξέρω. Και γι' αυτό καταλαβαίνω πόσο μεγάλοι ήταν οι παππούδες μας. Ενώ εκείνος ο αδερφός μου!...

Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ' αφήκε. Δεν ήθελε να πη μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Είταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος περαστικός επιθυμεί ας τα διαβάση, κι όποιος τα διαβάση από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρη μαζί του. — Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα; — Κανένας.