United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φώναξε τότες ο λαός αναγαλλιασμένος «Πολλά τα έτη» και της Βασίλισσας και των αρχόντων, διάβασε ο Γραμματικός τα υστερνά λόγια της βασιλικής ομιλίας, γεμάτα κι αυτά συβουλές και καλοπιάσματα, και κατέβηκε τέλος η Αριάδνη από το κάθισμα.

Πηγαίνει ένας συνωμότης δασκαλεμένος από τους εχτρούς του Βελισάριου και καταδίνει τρεις του ανθρώπους. Με καλοπιάσματα και ταξίματα αναγκάζουν τους τρεις αυτούς να πούνε πως ο Βελισάριος τους έβαλε να κάμουνε συνωμοσία.

Το Θοδορίχο τον ξανανταμώνουμε στα 482. Πλημμύριζε πάλε και ρήμαζε Μακεδονία και Θεσσαλία. Πήρε και τη Λάρισσα τότες. Άλλα έξη χρόνια βάσταξε αυτό το κακό. Πότε στ' ανοιχτά πόλεμος, πότε καλοπιάσματα από τους δικούς μας με προδοσίες από λόγου του. Στα 484 τονέ βρίσκουμε Ύπατο, και πολεμούσε τον Ίλλο.

Με πολλά λοιπόν καλοπιάσματα και γλυκά λόγια μου επρότεινεν ο υποψήφιος να γείνω κομματάρχης του και αντιπρόσωπος στην κάλπη του, κ' έπειτα θα μου έκαμνεν ό,τι ήθελα. Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε τον κουνιάδο μου που είχαν στη φυλακή για λαθρεμπόριο, θα έβαζε το γυιό μου υπότροφο και δε θυμούμαι πόσα άλλα, πού μ' έκαμναν να βλέπω στον ύπνο μου λαγούς με πετραχήλια.

Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε... Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε.

Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κ' έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματά του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, — αυτός που ως την ώρα μήτ' ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ' από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν.