United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κολυμπάει το βόιδι όσο μήτε άνθρωπος· μονάχα από τα θαλασσοπούλια μένει πίσω κι ακόμη κι από τα ψάρια. Μήτε θα πνιγότανε το βόιδι, όταν κολυμπάη, αν δεν έπεφταν από τα διχάλια του τα νύχια σαν πολυβραχούν. Το βεβαιόνουν αυτό ως τα τώρα πολλές μεριές της θάλασσας, που τις λένε βοϊδοπεράματα.

Ο λοστρόμος τράβηξε, σαλτάροντας άθελα από το μπότζι, κατά την πλώρη. Οι ναύτες τρέξανε στους στίγκους, άλλοι στα μαντάρια και στα μπράτσα. Η φωνή του λοστρόμου πνιγότανε μες στη βοή του άνεμου. Οι ναύτες είδαν κ' έπαθαν να μαζέψουν τα πανιά, με την ψυχή στα δόντια. Τέτοιο λυσσασμένον καιρό, χρόνια είχε να ιδή ο Καπετάν-Μοναχάκης μήνα Σεπτέμβριο. Η θάλασσα βουνό.

Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κ' έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές-φορές πεταγότανε να φύγη απ' τα ρούχα του. — Απ' τον καιρό που πάτησα στη στερηά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.

Άξαφνα σαν να πνιγότανε, σαν να ζητούσε μια υστερνή βοήθεια, τινάχθηκε απάνω, άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να γαντζωθή από κάπου. Όλοι παραμέρισαν τρομαγμένοι, ένας κρύος τρόμος τους έπιασε, σαν είδαν τα κοκκαλιάρικα χέρια του να απλώνωνται σαν γάντζοι στον αέρα, ζητώντας ναρπάξουν κάτι τι στον αέρα, να το συνεπάρουν μαζί τους. Μια γρηά τον έπιασε απ' τις πλάτες, να του βάλη αντιστύλι.

Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κ' έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματά του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, — αυτός που ως την ώρα μήτ' ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ' από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν.