United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αφτά να! αμέσως πρόβαλαν, και διο βοσκοί ξοπίσω 525 μ' αβλούς γλεντούσαν δίχως πριν την πονηριά να νιώσουν. Μα οι άλλοι πριν που τάδανε, χοιμούν και χέρι χέρι πέφτουν κοπαδιαστοί κι' αρπούν τα τραχηλάτα βόδια, σωρούς τ' αρνιά τ' ασπρομάλλα, και τους τσοπάνους σφάζουν.

Ναι, έπρεπε να φύγει, να πάει να βρει την τύχη του. Για να μην ξαναπεράσει μπροστά από το σπίτι της καλής του, κατέβηκε ένα στενό, έπειτα ένα άλλο, μέχρι που έφτασε σ’ ένα πλάτωμα όπου πρόβαλαν τα ερείπια μιας εκκλησίας.

Κ' επρόβαλ' ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κι' επρόβαλ' ο παπάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ' ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγι ο Μιχαήλος ανεμαλλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!! Εδώ η τρέμουσα φωνή της συνεπνίγη υπό των λυγμών και των κλαυθμών της. Ήτον η πρώτη φορά εκείνην την ημέραν.

Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα, και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας. και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα 495 βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν· και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας·τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν, και με χαραίςτην κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν, και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη 500 να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος.

Κι' εκείνοι οι διο δεν ξέφυγαν το μάτι του βροντολάλητου Διός σαν πρόβαλαν στον κάμπο, Μον είδε και συμπόνεσε το γέρο ο γιος του Κρόνου, κι' αμέσως είπε στον Ερμή το γιο του εκεί μπροστά του «Ερμή, π' απ' όλους πιο πολύ σούναι χαρά σου εσένα 335 χωριό να κάνεις με θνητούς και συνακούς σαν κράζουν, έλα να πας, κι' ως τα γοργά τον Πρίαμο καράβια σύρε τον έτσι, π' Αχαιός να μην τον δει πριν άλλος, να μην τον νιώσει καν κανείς, πριν φτάσει ως στ' Αχιλέα

Στις μικρές πόρτες πρόβαλαν οι γυναίκες που σκούπιζαν το στόμα με τις ποδιές τους και έπειτα κυνηγούσαν τα μικρά παιδιά για να τα πιάσουν και να τα βάλουν για ύπνο. Μια από τις συγγένισσες της Γκριζέντα πήγε στον οργανοπαίχτη και του έδωσε μια τηγανίτα διπλωμένη στα τέσσερα. «Φάε, αγόρι μου! Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι δεν σε ταΐζω

Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κ' έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματά του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, — αυτός που ως την ώρα μήτ' ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ' από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν.

Τα χελιδόνια πρόβαλαν το μαύρο κεφαλάκι τους από τις φωλιές στο χαγιάτι κοιτάζοντας τους συντρόφους τους που πετούσαν χαμηλά σαν ν’ ακολουθούσαν τη σκιά τους πάνω στο πυκνό χορτάρι του παλιού νεκροταφείου. «Έφις, μου φαίνεται πως δεν είσαι πολύ καλά.

Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Διομήδη, θρέμμα του Τυδιά, μυριάκριβό μου αδρέφι σύντροφο αν θέλεις, διάλεξεπάρε όπιον θες ατός σου235 τον πιο άξιο απ' όσους πρόβαλαν, τι αποθυμούν πολλοί τους. Μα εσύ, από σέβας τάχατες, τον πιο καλό μη θέλεις ν' αφίσεις, και χειρότερο διαλέξεις, μήτε τήρα φύτρα ή γενιά κι' αν είναι τος πιο βασιλιάς μεγάλος