United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΜΛΕΤΟΣ Έτοιμος είμαι να το δεχθώ με όλην την προθυμίαν του πνεύματός μου. — Κάμε την ορθήν χρήσιν του καλύμμα- τός σου· χρησιμεύει διά την κεφαλήν. ΟΣΡΙΚΟΣ Ευχαριστώ σε, Υψηλότατε, κάμνει πολλήν ζέστην. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, πίστευσέ με, κάμνει πολύ ψύχος· πνέει βορράς. ΟΣΡΙΚΟΣ Κάμνει αρκετό ψύχος τωόντι, Κύριέ μου.

Εκείνος δεν προσμένει· τον έβγαλα, τον έδιωξα, μάθημα πια δεν έδινε στην Ελένη, όχι! πρέπει ο κύριος αμέσως να γυρίση! Δεν είταν όνειρο· τον είδα. Να τος πάλε που ξετρυπώνει. Η αλήθεια ξετρυπώνει μαζί του. Από το παράθυρο απάνω, που κάθουμαι και καρτερώ, τον είδα. Να τος που ξεπροβάλλει. Όξω στο δρόμο τρέχει, τρέχει βιαστικά, πλάγι στο σπίτι, έρχεται από κει πίσω που είναι η πόρτα του μπαξέ.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Ελάλησεν ο πετεινός κ' εκείνο εχάθη. Εις ταις παραμοναίς, ως λέγουν, της ημέρας οπού δοξολογούν τα γέννα του Χριστού μας, λαλεί τ' ορνίθι της αυγής όλην την νύκτα· και τότε πνεύμα, ως λέγουν, δεν τολμά να βγαίνη· αγαθαίς είναι η νύκταις, άστρο δεν πληγόνει, Νύμφη καμμιά δεν βλάπτει, στρίγλα δεν μαγεύει, τόσ' ο καιρός εκείνος είν' ευλογημένος.

Αι λοιπόν θέλεις να συμπεριλάβωμεν εις την συζήτησιν μας και τον Σωκράτη; Νά τος εδώ είναι. Κρατύλος. Όπως θέλεις. Ερμογένης.

Γι' αυτό Βουνόμου, σ' αγαπώ Περίσσ' απ' όλα τάλλα, Γι' αυτό μέσατανέγνωρα Και μυστικά μου βάθια Τόσο κρυφά, τόσ' άστοχα Θερμή έχεις γίνει αγάπη. Αθήναι 15 Ιουλίου 1892. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Πώχεις παλάτια μαγικά 'ςτά ισκιερά τα δάση.

Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε. — Είνε ψηλός, λάμπει το μάτι του, και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψη. Φορεί κοντή φουστανέλλα χωρίς λόξαις και κόκκινη χλαίνα, κι' ολόχρυσο θώρακα. Να τος! φεύγει... έκαμε κατακεί.... θ' άρθη πάλι. Ο γέρο-Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς, κ' επροσπάθει να καταπραΰνη τον άνθρωπον.

Και να τος πράγματι ο Τζατσίντο που έρχεται βιαστικός, ξεσκούφωτος, με τα μαλλιά του και τα ρούχα άσπρα από το αλεύρι. Κάποιος είχε πάει να τον ειδοποιήσει για τον ερχομό του υπηρέτη. «Τι γυρεύεις εδώ πάνω;», τον ρώτησε, πιάνοντας τον από τα μπράτσα και ταρακουνώντας τον.

Να τος όμως που ανεβαίνει το μονοπάτι σέρνοντας στο πλάι, σαν να ήταν σκυλί, το σκονισμένο του ποδήλατο. Φτάνει λαχανιάζοντας λες και έρχεται από την άλλη άκρη του κόσμου και αφού πέταξε από μακριά μια σακούλα στον υπηρέτη ξαπλώνει στη γη φαρδύς πλατύς σαν πεθαμένος.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· 430 «Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπατο σπίτι μου ενεργούσαν».

Τι φοβερόν στρατήγημα κανείς να καλλιγώση το ιππικόν του με αυτό το ύφασμα του σκούφου!... Θέλω να γίνη δοκιμή. Και όταν τους πλακώσω με τ' άλογά μου τους γαμβρούς εκείνους,... σκότωνέ τους και σκότωνε και σκότωνε! ΑΞΙΩΜ. Εκείνος είναι! Να τος! Συλλάβετέ τον! — Η καλή, η ακριβή σου κόρη, αυθέντα μου... ΛΗΡ Δεν είν' εδώ κανείς να με γλυτώση; Αιχμάλωτός σας;... Έγινα το παίγνιον της Τύχης!