United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος μπροστά πηλαλώντας δαιμονισμένα, ο υπενωμοτάρχης βλαστημώντας με τη σπάθα του κροταλίζοντας στα λιθάρια, κι οι χωροφύλακες από πίσω. Μια πόρτα βρέθηκε εκεί κάπου ανοιχτή, κι ο νιός μπήκε μέσα κλίνοντας την με μεγάλο κρότο. Κατάφθασαν κ' οι άλλοι λαχανιάζοντας. Πηδήματα ακούστηκαν πίσω προς τον κήπο, οι καλαμιές έτριξαν δυνατά, κ' ύστερα ησυχία, τίποτε.

Μαϊδέ ουρανό, μαϊδέ γις, μαϊδέ κόσμο χαράζουμε. Σαν πεθάνη και κανένας από μας, μαϊδέ παππάς να βγη ως εκεί απάνου. Το καλοκαίρι να πης; Άιντε νιάτα! Βάζεις καινούργιο σκότι... Άιντε να τραβάμε, γερόντισσα, χαλεύεις μη και δεν αποσώσουμε απόψε... Κι οι γερόντοι λαχανιάζοντας ακόμα, σήκωσαν τα βαρειά σακκιά τους στις πλάτες τους, με χαιρέτησαν και ξεκίνησαν.

Ένα πρωί, καθώς χάραζεν η αυγή, ένας φρουρός κατέβηκε λαχανιάζοντας από τον πύργο του, κ' έτρεξε στης σάλλες φωνάζοντας: «Άρχοντες, πολύ κοιμηθήκατε: Σηκωθήτε, ο Ριόλ έρχεται να κάνη επίθεσιΙππότες και αστοί ωπλίστηκαν κ' έτρεξαν στα τείχη: είδαν στον κάμπο να λάμπουν η περικεφαλαίες, να κυματίζουν η τριγωνικές σημαίες των ιπποτών, κι' όλον το στρατό του Ριόλ που προχωρούσε σε καλή τάξι.

Και τα ματάκια της ραντίζουν το κοκκινόχωμα του χωριού της. Ε! έτσι είταν της μοίρας της! Θα χωριστή τόρα απ' τη μαννούλα της, θα πάη πέρα σε ξένη χώρα γι αυτή και σε ξένο κόσμο. Λίγα βήματα ακόμα και φτάνουν στο σταθμό. Το τραίνο ήρθε λαχανιάζοντας, κατάμαυρο. Τα δυο μεγάλα κόκκινα μάτια του μπροστά, οι λυχνίες του στη γραμμή, απλόνουν κόκκινες φωτερές πλατειές λωρίδες στα χαλίκια.

Χέρια και κεφάλι, λαιμός και στήθη κατάζαρκα, μ' ένα μαύρο κι ηλιοκαμμένο δέρμα, με τρύπια γουρνοτσάρουχα στα πόδια. — Για σου καλόπαιδο, μουρμούρισαν κι οι δυο. — Από πού, ώρα καλή, γέροντα; — Η γριά ακούμπησε στο σακκί της λαχανιάζοντας ακόμα από το δρόμο, ο γέρος αποκρίθηκε ξέψυχα: — Απ' το μύλο και στο χωριό, παιδί μου. Αλέσαμε λίγο καλαμπόκι.

Άξαφνα κοντά μου στην άκρη του στεφανιού του γκρεμού, φάνηκε ένας γέροντας φορτωμένος μ' ένα σακκί στις πλάτες. Απίθωσε το σακκί καταγίς, έκατσε απάνω, και αναστέναξε λαχανιάζοντας. Κατόπι του μια γριά φορτωμένη κι αυτή μ' ένα σακκί, ξεφορτώθηκε κι έκατσε κοντά του. Είταν δύο γεροντάκια καταζαρωμένα με γερά κορμιά, βουνήσιοι χωριάτες. Κουρέλλια αγνώριστα έντυναν και τους δυο, λερά, λασπωμένα.

Ο αληθινός φταίστης ήταν ο Δημητράκης με τη λιγομυαλιά και με τα πείσματά του. Αυτός ο μισοπάλαβος, ο αγράμματος, ο προδότης! Και τι έκαμε; Την πήρε μαζί του και να! την πέθανε· Αν έμενε στο σπίτι της, θα ζούσε ακόμα!... Και τη θέση της λύπης πήρε τώρα το μίσος του· μίσος κι αποστροφή για τον αδερφό του. Έτσι πήρε τον ανήφορο κ' έφτασε λαχανιάζοντας στο σπίτι της Ελπίδας.

Ποιος; ερώτησε ο Αριστόδημος από τη θέση του. — Άνοιξε! — Τι θες; — Άνοιξε σ' λέω· επρόσταξε η φωνή λαχανιάζοντας. Η μάννα σου.. . η κυρά Πανώρια... — Πέθανε. — Πέθανε! Ο Αριστόδημος έμεινε ξυλιασμένος στο στρώμα του. Πέθανε! αλήθεια; Και γιατί; Άξαφνα πήδησε ορθός, έτρεξε μισόγυμνος στην πόρτα. Ένα χωριατόπουλο φάνηκε στο κατώφλι, βγάζοντας αχνούς από το στόμα του.

Να τος όμως που ανεβαίνει το μονοπάτι σέρνοντας στο πλάι, σαν να ήταν σκυλί, το σκονισμένο του ποδήλατο. Φτάνει λαχανιάζοντας λες και έρχεται από την άλλη άκρη του κόσμου και αφού πέταξε από μακριά μια σακούλα στον υπηρέτη ξαπλώνει στη γη φαρδύς πλατύς σαν πεθαμένος.