Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Λίγο έλειψε ν' αρχίσω τα δάκρυα. Το μίσος μου, η τυρανία, τα κακά της, οι αγρύπνιες και ο κάματος όλα τα έδιωξα ευθύς σαν κακά όνειρα. Δεν εκράτησα παρά τις πρώτες χάρες, το μεθύσι που μ' επότισε, των ταξειδιών τη γλύκα, των κινδύνων την μαγική ανατριχίλα, της σωτηρίας την απόλαυσι, την ασυλλόγιστη ζωή. Κύταξε! όλα επήγα και τ' άφισα για μια γυναίκα!
Κι εσύ, αδελφή μου, κι εσύ… κι εσύ…» «Τι να σου πω, Έστερ; Μήπως με ζήτησε ο ίδιος; Πότε εξηγήθηκε; Στέλνει δώρα, έρχεται πότε πότε, κάθεται, φλυαρεί μαζί σου και σ’ εμένα σχεδόν δεν λέει κουβέντα. Τον έδιωξα ποτέ εγώ;» «Δεν τον διώχνεις, αλλά κάνεις κάτι χειρότερο. Γελάς όταν έρχεται, τον κοροϊδεύεις.» «Έτσι πρέπει!
— Θέλω να πω, στο σπίτι του μέσα δεν ορίζει κανείς ποιόν να βάλη και ποιόν να διώξη; Αι λοιπόν, δεν τον ήθελα στο σπίτι μου. Όχι πως μούκανε τίποτε ο άνθρωπος, μα δεν τον έκανα γούστο... Αυτό ήτανε! — Τον έδιωξες; ρώτησε ο Βαγγέλης. — Κι' αν τον έδιωχνα δηλαδή, τι ήτανε; Δεν ορίζω;... — Όχι! ρωτάω δηλαδή... — Τον έδιωξα. Βέβαια τον έδιωξα. Σα δεν ήθελε να το καταλάβη μοναχός του.
Ξέρεις πόσους εραστάς έδιωξα, τον Ηθοκλέα που είνε τώρα πρύτανις, τον Πασσίωνα τον πλοίαρχον και τον ομήλικόν σου τον Μέλισσον, αν και προ ολίγου καιρού απέθανεν ο πατέρας του κ' επήρε στα χέρια του την περιουσία.
Μα έδιωξα τη σκέψη αυτή κι οχυρώθηκα πίσω από την περιωρισμένη περηφάνια, που κάνει τον άνθρωπο να μην ξεφεύγη το κακό, μα να λογαριάζη τίνος είναι το σφάλμα. — Είναι δικό της το σφάλμα, αν χάθηκε η ευτυχία μας, έλεγα μέσα μου. Τι έκαμα εγώ, ώστε να είναι δυστυχισμένη και να με βασανίζη μη λέγοντας την αφορμή; Δε μ' αγαπά πια. Έτσι γίνεται στον κόσμο. Ό,τι είναι ωραίο πρέπει νασχημήνη.
Ήρχισε ο νους του να σαλεύη. ΓΛΟΣΤ. Και μη δεν έχει αφορμήν; Τον θάνατόν του θέλουν αι δύο θυγατέρες του! — Αχ, Κεντ καλέ, πού είσαι; Καλά τα επρομάντευες, εξόριστε καϋμένε! — Του βασιλέως μας ο νους εσάλευσε, μου λέγεις· αλλά κ' εγώ που σου 'μιλώ να τρελλαθώ κοντεύω. Ο υιός μου... πλην τον έδιωξα! Να με σκοτώση 'θέλησε. Τον αγαπούσα, φίλε, δεν δύναται πλειότερον πατέρας ν' αγαπήση!
Τι θα της εστοίχιζε; Ο Θεός είναι αληθινός κριτής. Έτσι μια για πάντα θα μπορούσε να διαλύση της παληές υποψίες». Αυτό έλεγαν. Αλλ' ας τ' αφήσουμε. Τους έδιωξα, σου λέω». Ανατρίχιασε η Ιζόλδη. Κύτταξε το Βασιλιά. «Μεγαλειότατε, παραγγείλατε τους να ξαναγυρίσουν στην Αυλή σας. Θα δικαιολογηθώ με όρκο. — Πότε; — Σε δέκα μέρες. — Η προθεσμία, φίλη, είναι πολύ σύντομη. — Είναι πολύ μακρυνή, μάλιστα.
Ξεχάστε το θυμό σας, και δώστε μας πάλι την αγάπη σας!» Ολόρθος σηκώθηκε ο Μάρκος στης σκάλες του αλόγου του: «Όξω από τον τόπο μου, προδότες! Ποτέ πεια δε θάχετε την αγάπη μου! Από σας, έδιωξα τον Τριστάνο. Όξω λοιπόν και σεις από τον τόπο μου! — Καλά, ωραίε Βασιλιά. Οι πύργοι μας είναι οχυροί, για ν' ανέβη κανείς!» Και χωρίς να χαιρετήσουν, γύρισαν της πλάτες.
Εκείνος δεν προσμένει· τον έβγαλα, τον έδιωξα, μάθημα πια δεν έδινε στην Ελένη, όχι! πρέπει ο κύριος αμέσως να γυρίση! Δεν είταν όνειρο· τον είδα. Να τος πάλε που ξετρυπώνει. Η αλήθεια ξετρυπώνει μαζί του. Από το παράθυρο απάνω, που κάθουμαι και καρτερώ, τον είδα. Να τος που ξεπροβάλλει. Όξω στο δρόμο τρέχει, τρέχει βιαστικά, πλάγι στο σπίτι, έρχεται από κει πίσω που είναι η πόρτα του μπαξέ.
Και μ' αυτήν την εύκολη δοκιμή θα διαλυθούν για πάντα η παληές υποψίες». Ωργισμένος, απάντησε ο Μάρκος: «Ο Θεός να σας τιμωρήση κακά, άρχοντες της Κορνουάλλης, που ακατάπαυστα ζητάτε να με ντροπιάστε. Από σας έδιωξα τον ανηψιό μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν