United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού.

Σιμά εις πέντε ή έξ ογκώδη σκάφη, ασφαλώς αραγμένα, ένα μικρόν κόττερον, νέο σκαρί, εφαίνετο να σαλεύη εις τον γνόφον τον βαθύν, ανάμεσα εις το Δασκαλειό, το βραχώδες χθαμαλόν νησίδιον, και εις τον παλαιόν Μώλον, δίπλα εις τα ρηχά, τα απλούμμενα εκείθεν των εκβολών του χειμάρρου.

Εις τον παροξυσμόν του, 'πού δεν έχει νόμον, καθώς άκουσε κάτι οπίσω απ' την αυλαίαν να σαλεύη, το ξίφος σύρει και φωνάζει· «ένα ποντίκι, ένα ποντίκι», και ως τον σπρώχνει ο μανιακός του φόβος, δίχως να τον βλέπη τον καλόν γέροντα φονεύει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Βαρυτάτη πράξις! αυτό 'θελε γενήτο πρόσωπο μας , εάν ήμασθε αυτού. Πολλούς κινδύνους φέρνει η ελευθερία του, 'ς εσέ, 'ς εμάς, εις όλους.

Ήρχισε ο νους του να σαλεύη. ΓΛΟΣΤ. Και μη δεν έχει αφορμήν; Τον θάνατόν του θέλουν αι δύο θυγατέρες του! — Αχ, Κεντ καλέ, πού είσαι; Καλά τα επρομάντευες, εξόριστε καϋμένε! — Του βασιλέως μας ο νους εσάλευσε, μου λέγεις· αλλά κ' εγώ που σου 'μιλώ να τρελλαθώ κοντεύω. Ο υιός μου... πλην τον έδιωξα! Να με σκοτώση 'θέλησε. Τον αγαπούσα, φίλε, δεν δύναται πλειότερον πατέρας ν' αγαπήση!

Ανάθεμα την ώρα που φάνηκε και με παραζάλισε στα καλά καθούμενα! Μα έννοια της δα και δε θα βγουν τα φαρμακεμένα της τα λόγια. Μύριοι άνεμοι να φυσήξουνε δε με βγάζουν από την πονεμένη αυτή φωλίτσα μου. Σ' αυτά τα θεμέλια μέσα είνε ριζωμένη η καρδιά μου, μ' αυτό ταγέρι γλυκοθρέφεται η ψυχή μου. Να σαλεύη τάχα κάποιος εκειδά πέρα ή φάντασμα βλέπω; Αχ, ο ίδιος πάλι!

Μ' ολόγυμνην την κεφαλήν!..Αυθέντα, εδώ κοντά ευρίσκεται μία καλύβα, όπου θα εύρης καταφύγιον απ' την ανεμοζάλην. Έλα εκεί ν' αναπαυθής. Εγώ δε εις το σπίτι πηγαίνω πάλιν το σκληρόν, — σκληρότερον ακόμη κι' απ' τους λιθίνους τοίχους του, και όπου τώρ' ακόμη απ' έξω μ' έκλεισαν, ενώ να σ' εύρω εζητούσα, την θύραν του την άξενην 'πάγω να την ανοίξω διά της βίας! ΛΗΡ Ήρχισε ο νους μου να σαλεύη.