United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ένοιωσα καλά πως με τα λόγια αυτά που της ξεφύγανε, πρόδωσε μιαν αντιπάθεια για όλο το ταξίδι αυτό, μιαν αντιπάθεια που είτανε ριζωμένη τόσο βαθιά ώστε να φοβάται κ' η ίδια πως δε θα μπορούσε να τη νικήση. Αφού όμως είδε πως την παρατήρησα, έκαμε το καθετί για να εξαλείψη αυτά τα λόγια από τη θύμησή μου.

Τι άλλο θέλετε να σας πω πρώτα πρώτα παρά τη χαρά μου, τώρα πού βρίσκουμαι μεταξύ σας, τώρα που ξαναβλέπω την πατρίδα; Της πατρίδας η αγάπη είναι ριζωμένη μέσα στη μέση της καρδιάς. Γεννιέται με την ψυχή μας, σ' ολωνών τα στήθια φυτρώνει, και για να φυτρώση, φτάνει να γεννηθούμε.

Η πεποίθησις ότι μόνον αυτήν ηδύνατο ν' αγαπήση και να εκλέξη σύζυγον ο Σμυρνιός ήτο τόσον στερεά ριζωμένη εις την ψυχήν της, ώστε και αν αυτός ο Γιαννάκος της έλεγεν ότι δεν την ηγάπα, δεν θα το επίστευε. Το πολύ πολύ να υποθέση ότι τα καμώματα του Πατούχα εψύχραναν τον κρύφιον έρωτα του Σμυρνιού.

Ανάθεμα την ώρα που φάνηκε και με παραζάλισε στα καλά καθούμενα! Μα έννοια της δα και δε θα βγουν τα φαρμακεμένα της τα λόγια. Μύριοι άνεμοι να φυσήξουνε δε με βγάζουν από την πονεμένη αυτή φωλίτσα μου. Σ' αυτά τα θεμέλια μέσα είνε ριζωμένη η καρδιά μου, μ' αυτό ταγέρι γλυκοθρέφεται η ψυχή μου. Να σαλεύη τάχα κάποιος εκειδά πέρα ή φάντασμα βλέπω; Αχ, ο ίδιος πάλι!

Μία πεταλούδα όμως επέταξε πολύ κοντά εμπρός της, τα πτερά της ήσαν στολισμένα με πολλά χρώματα και έλαμπεν όλη, σαν να ήτο κεντημένη με πετράδια. Επετούσεν ελεύθερα από άνθος εις άνθος. — Τι ευτυχής είνε αυτή· ημπορεί και πηγαίνει, όπου θέλει, και εγώ κάθομε εδώ ριζωμένη, δεμένη σ' αυτήν την γωνιά, τι κρίμα που δεν εζήτησα να γίνω πεταλούδα.

Να μην το θαρρέψουμε όμως πως είταν και λαφροπέταχτο πουλί της χαράς ο Τραντάφυλλος. Είχε την καρδιά του βαθιά, πολύ βαθιά ριζωμένη. Η φαντασία του δεν είτανε σύννεφο· ή κι αν είτανε, το χρύσωνε πάντα της χαράς ο ήλιος, ο ήλιος που θέρμαινε τον ακέριο του νου. Ανόητα κι ακατόρθωτα πράματα δεν ονειρεύουνταν ο Τραντάφυλλος. Ονειρεύουνταν πράμα φυσικό, καθημερινό, απλό, εύκολο, απαραίτητο πράμα.

Ξένες κ' οι γλάστρες, ξένη κ' η κοπριά τους και δανεισμένη, επειδή ο τόπος μήτ' εμπόριο δε φαίνεται να είχε της προκοπής, μήτε βιομηχανία ριζωμένη, μήτ' άλλη πόρεψη, εξόν από τα χαρίσματα και τα δανεικά των ξένων, που οι πιώτεροί τους έθρεφαν και πάχαιναν τους ψευτόσοφους και παράλλυτους μέσα στην Αθήνα και μέσα στην Κόρινθο. 5 Αεροκοπανίσματα