Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Τότες με τ' όπλο το Χρομιό σκοτώνει και τον Άλη, τον Κοίρανο, τον Άλκαντρο, τον Πρύτανη, κι' ακόμα τον παινεμένο Αλάστορα, το γνωστικό Νοήμο. Ακόμα κι' άλλους πιο πολλούς θα σκότωνε Λυκιώτες, μόνε τον είδε μια στιγμή ο φουντοπλουμισμένος 680 μεγάλος Έχτορας, κι' ορμάει όξω απ' τους μπροστομάχους χαλκόπλιστος αστραφτερός και χύνοντας τον τρόμο μες στους Αργίτες.
Σκύλοι γλήγορα θαν τον ξεσκούσαν κι' όρνια νεκρό, κι' εδώ το βάρος μου θα μούβγαινε απ' τα στήθια, που γιους με στέρησε πολλούς, γιους στα χρυσά τους νιάτα που σκότωνε είτε σε νησιά απόκεντρα τους πούλαε ... 45 Τι τώρα τον Πολύδωρο και το Λυκά, διο γιους μου, δε βλέπω εδώ που κλείστηκαν μέσα στο κάστρο οι Τρώες, τ' αγόρια που η αρχόντισσα μου γέννησε η Λαθόα.
— Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.
Με τον ίδιο τον γέρο πολλά λόγια δεν είχε η αρχόντισσα. Το χαμογέλοιο του εκείνο τηνε σκότωνε. Σαν καθίσανε στο πεζούλι και τα λέγανε, βγήκε κ' η Μαυρουδού με την κόρη της και καλωσόρισαν τους μουσαφιρέους. Έγειναν τανερωτήματα, είπε ο Παυλής τα μηνύματα της μετέρας του, πήρε κι ο γέρος την κόρη στα γόνατά του, ρωτώντες την αν το γνώριζε τόμορφο εκείνο ταγόρι.
Το δηλητήριο απλώνεται στο σώμα του. Πρασινίζει. Αρχίζουν να φαίνονται τα κόκκαλά του. Αισθάνθηκε ότι έφευγε η ζωή του. Κατάλαβε ότι πέθαινε. Θέλησε τότε να ξαναϊδή την Ιζόλδη την Ξανθή. Μα πώς να πάη ως εκεί; Στην αδυναμία που βρίσκεται, η θάλασσα θα τον σκότωνε. Κι' άλλωστε κι' αν έφτανε ακόμη στην Κορνουάλλη, πώς θα γλύτωνε από τους εχθρούς του; Θρηνεί.
Μα αν είχε προΐδει τι θα γινότανε, σίγουρα θα σκότωνε τους προδότες. Α! Θεέ! γιατί δεν τους σκότωνε; Μέσα στην κατάμαυρη νύχτα, τρέχει το κακό μαντάτο κατά την πολιτεία: πιάσανε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα, κι' ο Βασιληάς θέλει να τους σκοτώση. Πλούσιοι αστοί και άνθρωποι του λαού, όλοι κλαίνε: «Αλλοίμονο!
Πεζοί πεζούς αλώνιζαν, πούφεβγαν θεν δε θένε, 150 κι' αμαξωτούς αμαξωτοί — και τύφλωνε στον κάμπο ο κουρνιαχτός που σήκωναν τα ζώα πιλαλώντας — με τα κοντάρια και σπαθιά. Κι' ο βασιλιάς ξοπίσω σκότωνε πάντα κι' έκραζε ομπρός! στα παλικάρια.
Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτή τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μας σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κ' είπε της μάννας μου. «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο Καπλάνης!» Δεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.
Τι ακόμα λίγοι τρέχανε, σα βόδια μες στον κάμπο που πάει λιοντάρι στην καρδιά και τα σκορπάει της νύχτας, όλα, μα η ώρα του η στερνή μονάχα ενός σημαίνει, που με τα δόντια του τ' αρπάει και το λαιμό του σπάζει 175 πρώτα, κι' απέ όλα χάφτει του τα σπλάχνα κι' αίματά του· έτσι τους Τρώες πάντα ο γιος τ' Ατριά τους κυνηγούσε και τον πιο πίσω σκότωνε.
— Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δες είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν