United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλωστε, αν όλο το θέλγητρο του παληού ποιήματος διατηρείται στην «ανανέωσι» αυτή, ο κίνδυνος που μπορούσε να παρουσιάζη για τους συγχρόνους του Μπερούλ, είναι σημαντικά μικρότερος ως προς τους ανθρώπους της εποχής μας.

Το δηλητήριο απλώνεται στο σώμα του. Πρασινίζει. Αρχίζουν να φαίνονται τα κόκκαλά του. Αισθάνθηκε ότι έφευγε η ζωή του. Κατάλαβε ότι πέθαινε. Θέλησε τότε να ξαναϊδή την Ιζόλδη την Ξανθή. Μα πώς να πάη ως εκεί; Στην αδυναμία που βρίσκεται, η θάλασσα θα τον σκότωνε. Κι' άλλωστε κι' αν έφτανε ακόμη στην Κορνουάλλη, πώς θα γλύτωνε από τους εχθρούς του; Θρηνεί.

Αυτός ο σοφός, που ήταν άλλωστε ένας αγαθός άνθρωπος, τον είχε κλέψει η γυναίκα του, τον είχε δείρει ο γυιός του, τον είχε εγκαταλείψει η κόρη του, ακολουθώντας έναν Πορτογάλλο. Προ μικρού τον είχαν απολύσει από μια μικρή θέση, με την οποία ζούσε. Οι ιεροκήρυκες του Σουρινάμ τον καταδίωκαν ως σοσινιανό. Πρέπει να ομολογήσουμε, πως κι' οι άλλοι ήτανε τουλάχιστο τόσο δυστυχισμένοι, όσο κι' αυτός.

Και φεύγουσαι και έχουσαι παιδιά ν' αναθρέψουν, εργάζονται διά να κερδίσουν το ψωμί της ημέρας. Πιθανόν να μη ζωγραφίζουν όλαι αλλά η εργασία είνε μία, είτε διεξάγεται με πινέλλα, είτε με βελόνην, είτε και με την σκάφην. Έχω λοιπόν την αντίρρηση του τίτλου εις το ωραίον άλλωστε δράμα της κυρίας Παρρέν. Η νέα γυναίκα της είνε παλαιά, παλαιοτάτη, αιωνία. Ίσως είνε κάπως σπανία ακόμη.

Μια θαμπή κοκκινίλα έβαψε το πρόσωπό του που έμοιαζε να φλέγεται λιπόσαρκο, με το δέρμα να είναι κολλημένο στο κρανίο του. «Οι κυράδες μου δεν με εμπιστεύονται πια και δεν μου μιλούν για τις υποθέσεις τους. Και καλά κάνουν. Γιατί να μου τα λένε άλλωστε; Εγώ είμαι μόνο ένας υπηρέτης.» «Να πάρει η οργή! Να σε πληρώσουν όμως ούτε κουβέντα!

Και θα θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή, πως, όταν οι πληγές μου κλείσανε καλά, μούκανε προτάσεις. Άλλωστε, είπε σε όλες μας να μας παρηγορήση. Μας βεβαίωσε, πως σε πολλές πολιορκίες το ίδιο έχει συμβή και πως αυτό ήτανε &ο νόμος του πολέμου.& Όταν οι συντρόφισσες μου μπορέσανε να περπατήσουνε, τις πήγανε πεζές ως τη Μόσχα.

Αφωμοίωνε ο ίδιος στοιχεία κάθε προελεύσεως, κάποτε αρκετά ανόμοια, και που η ανομοιότης τους δεν τον στενοχωρούσε, αφού άλλωστε τα υπέβαλλε συχνά σ' ένα είδος προσαρμογής που αρκούσε να τους δώση μια επιφανειακή ομοιογένεια. Ο μοντέρνος Μπερούλ μπόρεσε λοιπόν να κάνη κι' αυτός το ίδιο, εκτός φυσικά που έβαλε περισσότερη εκλεκτικότητα και καλαισθησία.

Όμως, επειδή το θέλετε απόλυτα να φύγετε, θα δώσω διαταγή στους μηχανικούς να κάνουνε μια μηχανή, που να μπορή να σας μεταφέρη με άνεση. Όταν θα σας φέρουνε απ' το πίσω μέρος των βουνών, κανείς δε θα μπορέση να σας συνοδέψη: γιατί οι υπήκοοί μου, ωρκιστήκανε να μη βγούνε ποτές από τον περίβολό τους κ' είναι αρκετά φρόνιμοι, που να μη παραβούνε τον όρκο τους. Ζητήστε μου άλλωστε ό,τι ευαρεστείσθε.

Και για να την παρηγορήσει σκέφτηκε να της διηγηθεί μια από τις τόσες ιστορίες του τυφλού. «Άλλωστε δεν είμαστε ποτέ ευχαριστημένοι. Ξέρετε την ιστορία της Βασίλισσας του Σαβά; Ήταν όμορφη και είχε ένα μακρινό βασίλειο με πολλούς κήπους από συκιές και ροδιές και ένα παλάτι ολόχρυσο. Άκουσε, λοιπόν, να λένε ότι ο Βασιλιάς Σολομών ήταν πλουσιότερος από εκείνη κι έχασε τον ύπνο της.

Σκέψου άλλωστε: αν κάψης το σώμα της, καμμιά ασφάλεια δε θα υπάρξη πεια στον τόπο. Ο Τριστάνος ξέφυγε. Σπιθαμή προς σπιθαμή γνωρίζει της πεδιάδες, τα δάση, τους πόρους, τα στενά. Κ' είναι τολμηρός. Βέβαια είσαι θείος του, και δε θα επιτεθή ποτέ εναντίον σου. Αλλά όλους τους βαρώνους, τους υποτελείς σου, που θα πιάση, θα τους σκοτώση».