United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τριστάνος απάντησε με την αλλόκοτα αλλαγμένη φωνή του: «Μεγαλειότατε, καλέ και ευγενή μέσα σ' όλους τους Βασιλιάδες, το ήξερα πώς στην όψι σου θάλυωνε η καρδιά μου από τρυφερότητα. Ο Θεός να σας προστατεύη, ωραίε Άρχοντα! — Φίλε, τι ήρθατε να ζητήστε δω μέσα; — Την Ιζόλδη, που τόσο πολυαγάπησα. Έχω μια αδερφή, και σας την φέρνω, — την πανώρηα Βρουνεώτη.

Όμως, επειδή το θέλετε απόλυτα να φύγετε, θα δώσω διαταγή στους μηχανικούς να κάνουνε μια μηχανή, που να μπορή να σας μεταφέρη με άνεση. Όταν θα σας φέρουνε απ' το πίσω μέρος των βουνών, κανείς δε θα μπορέση να σας συνοδέψη: γιατί οι υπήκοοί μου, ωρκιστήκανε να μη βγούνε ποτές από τον περίβολό τους κ' είναι αρκετά φρόνιμοι, που να μη παραβούνε τον όρκο τους. Ζητήστε μου άλλωστε ό,τι ευαρεστείσθε.

Αλλά από τα ράμφη τους ξέφυγε μια μακρυά γυναικεία τρίχα, πειο λεπτή από κλωστή μεταξωτή, και λαμπρή σαν ακτίνα του ήλιου. Ο Μάρκος, παίρνοντάς την στα δάκτυλά του, εκάλεσε μέσα τους βαρώνους και τους είπε: «Για να σας κάμω τη χάρι, βαρώνοι, θα πάρω γυναίκα. Μόνον όμως αν θέλετε να ζητήστε εκείνη που διάλεξα. — Και βέβαια θέλουμε, ωραίε άρχοντα. Ποια διάλεξες λοιπόν;

Ιδέτε τα και ζητήστε τους συγγενήδες της κόρης, ανίσως και δειχτή ποτέ πως ταιριάζει για γυναίκα του Δάφνη. Αυτό μήτε ο Δρύαντας το είπε στο βρόντο, μήτε ο Διονυσιοφάνης τάκουσε μ' αδιαφορία, παρά αφού εκοίταξε το Δάφνη και τον είδε να χάνη το χρώμα του και να κρυφαναδακρυώνη, γλήγορα εκατάλαβε τον έρωτά του.