Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Πήγες και διάλεξες το γαμπρό σαν τα μούτρα σου». Και καθώς την πιάνανε τα δαιμόνια άρπαζε κάτι κάδρα της Βενετιάς, που είχε φερμένα ο γέρος στα νιάτα του, και τα πέταε από το παράθυρο. Τι της έφταιγαν τα κάδρα; — Γυναικεία μυαλά! είπε ο Κυρ-Φώτης ο Πάρεδρος· δεν βρίσκεις άκρη. Έλεγε ο ένας το κοντό του κι' ο άλλος το μακρύ του. Αλλοίμονο σ' αυτήν που χάθηκε! Η θάλασσα όξω βούιζε.

Στο «Εργατικό Κέντρο» τον Βόλου, πρώτα πρώτα, γίνανε διάλεξες για το νέο δράμα, και διαβάστηκε τούτο μπροστά στους εργάτες, και κατόπι πολλές φορές παίχτηκε από τη σκηνή εκεί, στην Αθήνα και σ' άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο θίασος μάλιστα του τωρινού διευθυντή του Θεάτρου του Ωδείου κ. Θωμά Οικονόμου, φροντισμένα δίδαξε το δράμα τον καιρό της περιοδείας του στην Αίγυπτο.

Αν ήρθες να κλάψης εδώ, τον αποπήρε πάλι η Παυλίνα, δε διάλεξες καλά. Τράβα το δρόμο σου και κλαίγε μοναχός σου... — Άκουσέ με, καλή μου κοπέλλα, ξαναείπε ο ξένος. Δυο λόγια έχω ακόμα να σου πω. Μέσα στην καλύβα, που ξεψύχησε δίπλα μου, ο άμοιρος, μούδωκε τα στερνά του χαιρετίσματα, ορκίζοντάς με να τα φέρω στην καλή του. Και μου' δωκε κ' ένα φυλακτό, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό του.

Αλλά από τα ράμφη τους ξέφυγε μια μακρυά γυναικεία τρίχα, πειο λεπτή από κλωστή μεταξωτή, και λαμπρή σαν ακτίνα του ήλιου. Ο Μάρκος, παίρνοντάς την στα δάκτυλά του, εκάλεσε μέσα τους βαρώνους και τους είπε: «Για να σας κάμω τη χάρι, βαρώνοι, θα πάρω γυναίκα. Μόνον όμως αν θέλετε να ζητήστε εκείνη που διάλεξα. — Και βέβαια θέλουμε, ωραίε άρχοντα. Ποια διάλεξες λοιπόν;

Τελειώσατε μίαν φοράν, είπε τότε ο βασιλεύς· παύσετε τούτες τες διάλεξες, που δεν μου φανερώνουν εκείνο, που θέλω να ηξεύρω· σεις με τα λόγια σας με συγχίζιτε, και δεν ημπορώ να γνωρίσω την αληθή γυναίκα μου· μια βέβαια από εσάς είνε μάγισσα, που πάσχει να με πλανέση, μα δεν είνε δυνατόν να την καταλάβω, και φοβούμαι ότι θέλοντας να παιδεύσω την πταίστριαν, να μην παιδεύσω την άπταιστον.

Τι είναι τούτο που ακούω, εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα όμοιαν με την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον άνδρα; Ήθελα να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε να ειπώ άλλο. Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ.

Ενώ ο Μιλέζος έβγαζε από ένα κουτί τους μακριούς σκούφους από μαύρο πανί και ο Έφις μετρούσε με ανοιχτή την παλάμη την περίμετρό τους, κάποιος άνοιξε την μικρή πόρτα που έβγαζε στην αυλή και στο βάθος, με φόντο γιρλάντες από αμπέλι, φάνηκε, καθισμένη επάνω σε μια μεγάλη πολυθρόνα, μια επιβλητική γυναίκα που έγνεθε ήρεμη σαν βασίλισσα του παλιού καιρού. «Να η πεθερά μου∙ ρώτησέ την να σου πει εάν αυτά τα σκουφιά δεν μου κοστίζουν εννιά πέζα», είπε ο Μιλέζος, ενώ ο Έφις δοκίμαζε ένα τραβώντας επάνω στο μέτωπό του το άνοιγμα του σκούφου και διπλώνοντας την κορυφή επάνω στο κεφάλι του. «Διάλεξες τον καλύτερο, δεν είσαι αφελής, όπως λένε!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν