United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι είνε.

Και κάθε νύχτα, τέτοια ώρα, έρχεται πάντα στον βλάμη του με το γιαταγάνι γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου νωπού στο μαύρο πρόσωπο και την σκούφια του απλώνει ζητώντας μερίδιο λαφύρων, όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος νευρικός, ανήσυχος ψηλαφά τα γένεια, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψη το ενοχλητικό φάντασμα.

Αράν κι' ο Φάουστ Φασουλής σκληράν παραληρεί!... καταραμένον παν καλόν επίγειον κι' αιθέριον, και ό,τι εκ του σώματος ημών αποχωρεί ως φωσφορώδες, ως υγρόν, ως στερεόν κι' αέριον. Κατάρα σ' ό,τι κάλυμμα η κεφαλή φορέση, 'ψηλό καπέλο, ψάθινο, καστόρι, σκούφια, φέσι, κι' εις ό,τι τα ποδάρια μας κοσμεί και περιβάλλει, παντούφλα, καραμάντουλο, τσαρούχι και στιβάλι.

Της Τήνου το βουνό έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς εσκοτείνιασε. Ασυνείθιστη κίνησις άρχισε στις Δήλες σαν σε μερμηγκοφωλιά κατά τα πρωτοβρόχια. Στο πόδι θαλασσινοί! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σε κίνησι!

Εκεί όμως ξηγήθηκαν τα πράματα κι' ο Καραϊσκάκης, αφού κατάλαβε το λάθος του, ζήτησε συμπάθειο από το Μπούσγο και δακρυσμένος τον φίλησε. 'Σ το Δίστομο, πριν γίνη ο περίφημος πόλεμος, ήταν με το σώμα του Καραϊσκάκη ένας στρατιώτης, που κανείς δεν ήξερε πούθε κρατούσε η σκούφια του.

Τότες είναι που τούφερε και βασιλική κορώνα προσφορά από τους πατριώτες του, που μήτε σκούφια κοινή δεν του άξιζε.

Στεφ. Να σε χαρώ, δεν μπορώ. Αν είμουν καλά, αλάκερη πλώσκα την άδειαζα για χατήρι σου. Β’ Παλικ. Μην τον ακούς το μαριόλο, κ' έχει πολλά η σκούφια του μέσα. Σιγανό ποτάμι είνε αυτός κ' έννοια σου. Μου τα είπε όλα μια ψυχή που σε είδε απόψε, μωρέ θεομπαίχτη, κι α δεν πιής το κρασί, σου τα βγάζω, καημένε. Βάστα τονε, γεια σου, δεν έχει να φύγη.

Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.

Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και μελανιάζοντας έλεγε: — Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!...

ΑΡΓΓΑΝ Τι; αρκεί η ρόμπα μοναχά για να μπορή κανενα συζητή για κάθε αρρώστεια; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Και βέβαια. Αρκεί να φορή κανείς τη ρόμπα και τη σκούφια του γιατρού, και κάθε ασυναρτησία γίνεται σοφία και κάθε μωρία γίνεται λογική. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Και μόνο τα γένεια σας, αφέντη, είνε αρκετά. γένεια είνε το μισό του γιατρού. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Εν πάση περιπτώσει είμαι πρόθυμος να κάνω ό,τι αποφασίσετε.