United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη• «Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη, εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση! διότι αν τώρ' ερχόμενοςτα πρόθυρα του δόμου 255 στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια, τέτοιος όποιον είδ' αυτόντο σπίτι μου εγώ πρώτα, οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη•ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας 260 πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη τα χάλκινα τα βέλη του• δεν το 'δωκεν εκείνος φοβούμενος την όργητα των αθανάτων• όμως του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα•τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσητους μνηστήραις, 265όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος, αλλ' όλ' αυτάτην δύναμι των αθανάτων μένουν, αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρητα μέγαρά του• να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. 270 κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχετους εδικούς μου λόγους• αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους•τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις• και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη 275 εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας• τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης, και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο• καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, 280 για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα, ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης, 'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.

Τότε κ' η κόρη του Διός έβαλ' εκεί κοντά του δυο δράκοντες για φύλακα, κ' ύστερα στης παρθένες της Αγλαυρίδες το 'δωκε για φύλαξι και πάλι• γιατί το έχουν έθιμο στου Ερεχθέως τη γενιά, σε κούνιες με χρυσόφιδα πλεγμένες τα παιδιά τους να τρέφουν πάντα• και γι αυτό είχε περάσ' η κόρη εις του παιδιού της το λαιμό ένα στολίδι τέτοιο, — μα για να δώση θάνατο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ήσουν βοσκός και με μισθόν; Έτσι δεν είναι; ΑΓΓΕΛΟΣ Ιδού όμως όπου σ’ έσωσα κι εσένα τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς μ’ ευρήκες; Σε κακά περιπλεγμένον; ΑΓΓΕΛΟΣ Τα τρυπημένα πόδια σου το μαρτυρούνε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο! Τι μου ιστορείς παλιά δεινά μου! ΑΓΓΕΛΟΣ Τα σχοινοπερασμένα σού έλυσα πόδια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω! Τι ντροπή απ’ τα σπάργανα ακόμη επήρα! ΑΓΓΕΛΟΣ Αυτή σου η τύχη σού ’δωκε τ’ όνομα που ’χεις.

Σαν ήρθε η ώρα των αυλών και του πιοτού, ο γέρος είπε να πάρουν τα μικρά, τα πειό τρανά να φέρουν απ' τα ποτήρια του κρασιού, πειο γρήγορα να φθάσουν στου μεθυσιού την ηδονή• έφεραν τότε πλήθος από φιάλες αργυρές κι' από χρυσές• κ' εκείνος παίρνοντας την πειο όμορφη, τάχα πως χάρι κάνει στο νέο τον αφέντη του, γεμάτη του τη δίνει, βάζοντας μέσα στο κρασί και δυνατό φαρμάκι, που, καθώς λένε, του 'δωκε να ρίξη η κυρά του, που το παιδί ν' αφανισθή από το φως της μέρας.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Γράμματ' απ' τον Αμλέτον, Κύριέ μου· τούτο διά την Μεγαλειότητά σου και το άλλο διά την Βασίλισσαν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Απ' τον Αμλέτον! ποίος τα 'φερε; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Ναύταις, καθώς μου 'παν, Κύριέ μου· αλλ' εγώ δεν τους είδα· ο Κλαύδιος τα 'χει λάβη από τον κομιστήν και τα δωκεεμένα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Λαέρτη, θα τ' ακούσης. — Μόνους άφησέ μας. Μάθε ότι είμαι βγαλμένος γυμνός εις το βασίλειό σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δούλος του να ήτον; Συγγενής του μήπως ήτον; ΘΕΡΑΠΩΝ Αλλοίμονον! Θ’ αναγκασθώ να ομολογήσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θέλω ν’ ακούσω. Λέγε μου και μην αργοπόρει. ΘΕΡΑΠΩΝ Παιδί του Λαΐου το λέγανε μεσ’ στο παλάτι. Απ’ τη γυναίκα σου μπορείς όλα να μάθης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτή λοιπόν σου το ’δωκε; ΘΕΡΑΠΩΝ Μάλιστα, αφέντη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και για ποιο λόγο; ΘΕΡΑΠΩΝ Για να τ’ αφανίσω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η ίδια που το γέννησε;

Αν ήρθες να κλάψης εδώ, τον αποπήρε πάλι η Παυλίνα, δε διάλεξες καλά. Τράβα το δρόμο σου και κλαίγε μοναχός σου... — Άκουσέ με, καλή μου κοπέλλα, ξαναείπε ο ξένος. Δυο λόγια έχω ακόμα να σου πω. Μέσα στην καλύβα, που ξεψύχησε δίπλα μου, ο άμοιρος, μούδωκε τα στερνά του χαιρετίσματα, ορκίζοντάς με να τα φέρω στην καλή του. Και μου' δωκε κ' ένα φυλακτό, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό του.