United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον είχαν κλείσει στον ψηλότερο πύργο του φρουρίου, μ' ένα βαρύ ξύλο κρεμασμένο στο λαιμό. Από την ημέρα που έχασε τον κύριό του, δεν ήθελε καμμιά τροφή, έξυνε το χώμα με τα πόδια, τα μάτια του έτρεχαν, ούρλιαζε. Πολλοί τον ελυπήθηπαν. «Χουσδάν, έλεγαν, κανένα σκυλί δεν αγάπησε ποτέ έτσι τον κύριό του, σαν εσένα. Ναι, σωστά είπε ο Σολομών: «ο αληθινός μου φίλος, είναι το λαγωνικό μου».

Θα το ελησμόνησαν εκεί όλην την ημέραν μέσατον ήλιο, και δι' αυτό έχει κρεμασμένο κάτω το κεφαλάκι του! Τρέχει κοντά του και εκείνο με ένα πολύ παραπονετικόν μ π έ, σαν να ζητούσε κάτι να της ειπή. Η Φωτεινή με την πονετικήν της καρδιά, ενόησε. Διψά, είπε· κυττάζει γύρω της και βλέπει μίαν μισοκρημνισμένην καλύβα· εκεί κοντά ήτο και ένα πηγάδι και είχε κουβάν!

Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, τη υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου: — Ναι! είπε, μετά τινος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!

Πώς; στου απάτητου αυτού πύργου τα στήθη, πατούσε ποδάρι ανθρώπου; Πάντα ίσο το μονοπάτι, πάντα ξάστερο, έφερνε σ' ένα ξόγκωμα του βουνού, κρεμασμένο, μετέωρο, που φαίνουνταν σα να μην είταν ούτε στη γις, ούτε στον ουρανό. Έτριψα τα μάτια μου, και μέτρησα εκεί απάνω καμμιά δεκαριά σπιτάκια πέτρινα, τετράγωνα, κατάκλειστα που τάλουζε κ' αυτά αδιάκοπα η βροχή.

Δε θυμώνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη, κ' από την ημέρα, που ξεκίνησε το μονάκριβό της, και τ' αγνάντεψε από τη ραχούλα, ως που τώχασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της, κι' από τότε δεν είχε ιδή το πρόσωπό της!

Άρχισε να το διαβάζει, με το πανί κρεμασμένο στο μπράτσο και τα μάτια ακόμη υγρά από τα δάκρια της αγάπης. «Εν ονόματι της Μεγαλειότητός του Βασιλέως ….» Το χαρτί είχε κάτι το μυστηριώδες και φοβερό: έμοιαζε να προέρχεται από κάποια δύναμη του κακού. Σιγά σιγά, όσο διάβαζε και καταλάβαινε, η Νοέμι νόμιζε ότι ονειρεύεται. Πήγε πάλι να καθίσει και ξαναδιάβασε καλύτερα.

Αν σ' είχαν κρεμασμένο, θάσουν τριμμένος πειο καλά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ησύχασε και μάθε τον• έχει εξυπνάδα φυσική. Και αν να μάθη και τους δυο τους λόγους βρίσκη κόπο, ε, μάθε του τον Άδικο λοιπόν με κάθε τρόπο. Έλα και στους θεατάς μας να φανής ποιος είσαι, συ με το ύφος το θρασύ. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τράβα κι' όπου θέλεις πάμε•όσο πειο πολλούς μιλήσω, πειο πολύ θα σε νικήσω.

Αι κνήμαι του Ρούντυ ήσαν χωμέναι μέσα εις το χιονισμένο σχοινί, έρριψεν εις τον ώμον του τον βρόχον με το πτηνόν, ώστε κατ' αυτόν τον τρόπον εκρέματο το ζώον καλόν βάρος 'πίσω του, την ώραν, που αυτός έστηρίζετο επάνω εις ένα άλλο κρεμασμένο παλαμάρι, επιβοηθητικόν, διά να πατήσουν πάλιν τα άκρα των ποδών του το επάνω επάνω σκαλί της σκάλας.

Με σύγχισες πάλι. Και είναι αργά. Εκεί παρατηρεί ένα δακτυλίδι, κρεμασμένο εις την αλυσσίδα σαν μπρελόκ. Κ ώ σ τ α ς. Έστω! δες το, μάθε το, αφού έτσι θέλεις. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο αρραβών της γυναίκας μου! Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι είπες! της γυναίκας σου! σου! Παντρεύθηκες λοιπόν. Δεν μπορεί να είναι! Πε μου λοιπόν ότι είναι ψέματα, θεέ μου! θα τρελλαθώ Κ ώ σ τ α ς.

Κυττάζει και βλέπει υψηλά επάνω εις τα κλαδιά κρεμασμένο το καλαθάκι της. Και η γη κάτω είχε σκεπασθή όλη από κάστανα. Εγέμισε το μεγάλο της καλάθι, εγέμισε την ποδιάν της και επήρε της όρνιθες εις το χέρι Δεν ήτο πλέον μακράν από το σπίτι· η θάλασσα εγυάλιζε πλησίον και διέκρινε τώρα εις την ακροθαλασσιάν την καλύβα της.