United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρο-Σκοινάς όμως, καθώς εκάθητο αναπαυτικά με το τσιμπούκι του, πολύ βολικά του ήρχετο να κυττάξη καταπάνω, στον πεύκο. Και τι βλέπει; ένα δισάκκι παμπάλαιο, πέτσινο, καταμουχλιασμένο, εκρέματο ανάμεσα στα πυκνά κλωνάρια του παλαιού δένδρου. Πέρασε μισή ώρα. Ο ήλιος έγερνε, και κατέβαινε για να κρυφθή στο βουνό, στη μεγάλη στεριά την αντικρυνή.

Ό,τι υπέφερε τότε δι' ημάς Εκείνος όστις «ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών, και μεμωλώπισται διά τας ανομίας ημών», ό,τι υπέμεινε δι' ημάς τους ανθρώπους και διά την σωτηρίαν την ημετέραν, δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν, διότι κατά τας ώρας εκείνας εν σιωπή εκρέματο επί του Σταυρού Του.

Γρήγορα σαν την σκέψιν, ετοποθέτησε μέσα εκεί το βαρύδιον, από όπου συνήθως εκρέματο ο πολυέλαιος, και εν ριπή οφθαλμού ο πολυέλαιος εκινήθη από κάποιαν αόρατον δύναμιν, ανεσύρθη πολύ προς τα άνω, διά ν' αφήση το βαρύδιον υψηλά, και επομένως ν' ανασύρη τους ουραγγουτάγκους στιβαγμένους σαν σταφύλια τον ένα επάνω εις τον άλλον, και τον ένα απέναντι του άλλου.

Ενόσω δε εκρέματο το πτώμα, η μήτηρ, δεινώς λυπουμένη, συνωμίλει μετά του επιζώντος υιού της· επί τέλους τον επρόσταξε να εφεύρη πάντα τρόπον να λύση το πτώμα όπως ηδύνατο και να το φέρη εις την οικίαν, απειλούσα αυτόν ότι εν περιπτώσει αμελείας θα μεταβή η ιδία προς τον βασιλέα και θα τον καταγγείλη ότι αυτός έχει τα χρήματα. 4.

Εις την μίαν δε άκραν εκρέμασαν δι' αλύσεων λέβητα· έν δε ακροφύσιον σιδηρούν, όπου έκλινε προς τον λέβητα, εκρέματο από της κεραίας, της οποίας το πλείστον μέρος ήτον επίσης ενουμένον με σίδηρον.

Ήτον χωροφύλαξ, με το χιτώνιον μεσοκουμβωμένον, φουσκωτόν επί του στήθους, με το κασκέττον στραβά, με στρημμένον τον μύστακα, και με την κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι επί του αριστερού ώμου. Μέσα στο καλύβι, η κανδήλα ετρεμόσβυνεν εμπρός εις τα εικονίσματα. Η φωτιά είχε καλυφθή και πάλιν από την τέφραν. Το λυχνάρι σβυστόν εκρέματο από το μικρόν ράφι της εστίας. Ήτο σκότος.

Ο ορίζων είχε συσκοτασθή ήδη πριν ή δύση ο ήλιος, και ουρανός μολύβδινος, στεγνός και αφεγγής, εκρέματο ύπερθεν αγρίως μαινομένου πελάγους, άφωνος επί βρέμοντος, ακίνητος επί συνταραττομένου, ως θόλος σκοτεινού τζαμίου επί δαπέδου ορχουμένων δερβισσών.

Δεν υπήρχεν άρα πιθανότης ούτε η επανάστασις να μεταδοθή εις Χίον, ούτε των Τούρκων η οργή και ο φανατισμός να εκσπάσωσι κατά των κατοίκων. Όθεν έβλεπα με ήσυχον την καρδίαν της αναχωρήσεως τας προετοιμασίας. Η άγκυρα εκρέματο ήδη από της πρώρας• άμα ανήλθομεν επί του καταστρώματος η λέμβος ανηρτήθη, τα ιστία ηπλώθησαν και απεπλεύσαμεν. Εκοιμήθην την νύκτα ωραία.

Αναμφιβόλως η φωνή του Πάσχοντος, καίτοι μεγαλοφώνως εξενεχθείσα εν τω παραξυσμώ εκείνω της συγκινήσεως όστις παρ' άλλω θα ήτο απόγνωσις, αβεβαιοτέρα και δυσδιακριτωτέρα καθίστατο εκ της εκλύσεως και αδυναμίας εν ή εκρέματο επί του ξύλου· και ούτω μεταξύ του σκότους και του συγκεχυμένου θορύβου, και των υποκώφων βημάτων του κινουμένου πλήθους, υπήρξάν τινες οίτινες δεν ήκουσαν τι έλεγεν.

Θα πάω και ο Θεός βοηθός· εσκέφθη. Και διηυθύνθη κατ' ευθείαν εις το κατάστημα προς αντάμωσιν του εμπόρου. Καθ' όλον τον δρόμον η καρδία του έπαλλε σφοδρώς. Η ώρα εκείνη ήτο η κρισιμοτέρα της ζωής του· η τύχη του σώματος και της ψυχής του εκρέματο από τα χείλη του εμπόρου· ένα ναι ή ένα όχι αυτού εζύγιζεν όσον ουδέ ολόκληρος ο κόσμος.