United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε οχ την Ίδα των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας κινάει να πάει στον Έλυμπο, και σε λιγάκι φτάνει με την καλόροδη άμαξα στα θεϊκά λημέρια. Εκεί του λύνει ο Ποσειδός τα ζώα, και σεντόνι 440 απλώνει απάς στην άμαξα και στα στασιά τη βάζει. Κι' αφτός σ' ολόχρυσο θρονί, ο βροντολάλος Δίας, να κάτσει πάει, κι' ο βούναρος καθώς πατούσε σιούνταν.

Από τους άρρωστους ήτον ένας νέος τρελλός ή δαιμονιζόμενος, ως τον έλεγαν οι παπάδες. Στη λειτουργία τον ξάπλωναν μπρος στην ωραία πύλη· κιόταν έβγαζαν τάγια, ο παπάς τον πατούσε.

Πώς; στου απάτητου αυτού πύργου τα στήθη, πατούσε ποδάρι ανθρώπου; Πάντα ίσο το μονοπάτι, πάντα ξάστερο, έφερνε σ' ένα ξόγκωμα του βουνού, κρεμασμένο, μετέωρο, που φαίνουνταν σα να μην είταν ούτε στη γις, ούτε στον ουρανό. Έτριψα τα μάτια μου, και μέτρησα εκεί απάνω καμμιά δεκαριά σπιτάκια πέτρινα, τετράγωνα, κατάκλειστα που τάλουζε κ' αυτά αδιάκοπα η βροχή.

Κι' αν ίσως κάποτε έκανε ν' αντισταθεί ζητώντας 265 μια και καλή να φωτιστεί, τάχα μπροστά τον έχουν όλοι οι θεοί που κατοικούν τα φωτισμένα ουράνια, πάντα άγρια του πελάγωνε νεροσυρμή τους ώμους. Κι' αφτός καρδοστενόχωρος πηδούσε, μα το ρέμα 270 πλάκωνε φρένιο κι' έσκαβε το χώμα που πατούσε.

Κρύωσε η ψυχή της Λιόλιας εκεί που πατούσε στις πλάκες τις ηχερές, σαν είδε την εκκλησιά έτσι γυμνή, σαβανωμένη μες το σεντόνι του ασβέστη. Γύρισε κ' η Κερά Ελέγκω, πούχε το λόγο πάντα στα χείλη, κ' είπε του εκκλησιάρη: Δε μου λες πατέρα; χάθηκε κανένας χριστιανός να βάλη να ζουγραφίσουνε λιγάκι τους τοίχους, να φτειάξη καμμιάν εικόνα, νάχη ο κόσμος νανασπάζεται, να φέρνη κι από κανένα τάξιμο ;

Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος, Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη, Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη, Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του, Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι. Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία... Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα. Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε.

Και τον νοιώθει, παιδί μου! στην άκρη του κόσμου να ευρίσκεται, εκείνος τον νοιώθει, σαν να του πατούσε την καρδιά του! Γι’ αυτό εκδίκησι! πρέπει να γενή εκδίκησι!

Τα μάτια του λάμπανε από χαρά και, ανάμεσα στάλλα παιδιά, περπατούσε τόσο τεντωμένος και αλύγιστος, που θάλεγες πως το είχε περηφάνεια πως ήτανε τόσο διαφορετικός και τόσο ξεχωριστός από τάλλα τα παιδιά. Περπατούσε πάντα μοναχός, φουσκωμένος σαν γάλος, με το κεφάλι ψηλά και πατούσε στερεά το χώμα με τα δυο αδύνατα ποδαράκια του.

Ως πενήντα πέντε χρονών άνθρωπος ο κυρ Μαυρουδής. Ανοιχτόκαρδος, πρόσχαρος. Τίποτις δεν τονε χολόσκανε, όλα στο χωρατό συνήθιζε και τα γύριζε. Αγκαλά και τι έννοιες τις είχε! Άλλο τίποτις αμπελοχώραφα και περιβόλια στον κάμπο, όμορφο σπίτι, ένα κοριτσάκι ακόμα πιο όμορφο ό,τι πατούσε τα δεκατρία, και τη γυναίκα του.