United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα η αγάπη που του είχαν οι πιστοί του, ο ενθουσιασμός τους, το χρέος, το δίκιο, τον έκαμαν και βάσταξε αυτή τη φορά, και δεν τα χτύπησε κάτω, καταπώς συνήθιζε κ' είτανε φυσικό του. Εκεί απάνω πρόβαλε κι ο Θεοδόσιος με το διάταγμά του.

Τι; Θα τους κατηγορήσουμε τώρα; Οι μικροπολίτες είναι δικοί μας, ας είναι και δασκάλοι. Μήπως δεν έχει κάθε έθνος τους δικούς του; Εγώ τους γνώρισα τους μικροπολίτες και τους αγαπώ. Κάμποσο διασκέδασα μαζί τους. Είχαν αλήθεια πολλή χάρη και νοστιμάδα. Πόσο βάσταξε η Μικρόπολη, δεν το ξέρω να σας το πω.

Τον κυρίεψε όμως τον κόσμο με τη δύναμη της τέχνης, της επιστήμης, της ιδέας. Βάσταξε, είναι αλήθεια, η εξουσία του αιώνες κ' αιώνες, πότε με τη μια, πότε με την άλλη μορφή, πότε σ' ένα, πότε σάλλο Έθνος, ώσπου τώρα πια βασιλεύει και πάει σε κάθε χώρα που παινιέται πως έχει πολιτισμό και τέχνη.

Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο. — Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη. — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια. Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες.

Εγώ σαν το είδ' αυτό, έκαμα να σηκωθώ, και μου ήρθε σα λιγοθυμιά, κ' έπεσα πίσω με τ' αδράχτι στο χέρι. Μήτε να φωνάξω δεν πρόφταξα. Μα είμουνα γερή γυναίκα, και δεν πρέπει να βάσταξε πολύ η λιγοθυμιά. Σαν άρχισα να συνεφέρνω, κατάλαβα πως γυρεύανε να με σηκώσουν και να φύγουνε.

Και σα ζωντανώτερο πράμα που είναι η γλώσσα από το μάρμαρο, βάσταξε καλλίτερα μέσα στις μύριες φουρτούνες που τον απάντεχαν τον Ελληνισμό. Όλη εκείνη την καλλιτεχνία την κάμανε θρούβαλα οι φουρτούνες, εξόν από μερικά χαλάσματα, που ακόμα τα λατρεύει ο κόσμος. Το χάρισμα της πολιτικής νοικοκυροσύνης, καθώς είπαμε, δεν το είχαμε. Αν το είχαμε, ίσως θάπαιρνε άλλο δρόμο η Ιστορία.

Μα ο Ιωάννης, αν κι εβδορήντα μέρες περπάτημα σε βράχους και σε ρημιές, πάλε βάσταξε κ' έζησε άλλα τρία χρόνια στις αϊτοφωλιές εκείνες απάνω. Έζησε, κ' έκαμνε ό,τι κ' οι άλλοι προκάτοχοι του κάμνανε σε παρόμοιες έρημες μοναξιές· έγραφε κ' έστελνε διδασκαλίες και συβουλές όπου είχε πιστούς οπαδούς του και φίλους, και τους είχε αμέτρητους.

Ένα χρόνο κατόπι, βλέποντας ο πάπας τις νίκες του Ναρσή στην Ιταλία, συγκατανεύει κι αυτός, καθώς κι ο διάδοχος του ο πρώτος Πελάγιος. Δε βάσταξε όμως πολύν καιρό, αφού μήτε του Ναρσή τα πολιτικά έργα δεν πολυβαστάξανε. Στάθηκε μ' άλλους λόγους η θρησκευτική του πολιτική μισή ζαβή και μισή πιτυχημένη, και την πιτυχιά της πρέπει, θαρρώ, να την αποδώσουμε στη φρόνιμη Θεοδώρα.

Και μέσα στο χαλασμό, μέσα στις φλόγες και στα κατρακυλίσματα των τοίχων, άκουγες άγριες φωνές και φώναζαν από παντού, Νίκα, Νίκα! καθώς συνηθίζανε να φωνάζουνε στους αρματηλάτες όταν τρέχανε στο ιπποδρόμιο. Από κει λοιπόν ονομάστηκε το φοβερό αυτό κίνημα Στάση του Νίκα . Τέσσερεις μέρες βάσταξε το κακό εκείνο.

Μα όταν στο τέλος ένοιωσεν ο μαύρος τους αθλίους του γάμους, τον πόνο του δε βάσταξε και στη μανία της καρδιάς του διπλά έκαμε κακά· με το πατρόκτονό του χέρι τα μάτια του έχυσε σπηρουνιαστά.