United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Lloyd να πη να κλείσουν τα παραθυρόφυλλα και ν' ανάψουν κεριά. Αισθανόταν πως δεν μπορούσε να υποφέρη το φως της ημέρας. Το τραπέζι χρειάστηκε να το ξεστρώσουν, γιατί τα λουλούδια τα σκόρπια πάνω στο τραπεζομάντηλο με το να ήταν μωβ θα του έφερναν δυστυχία. Κατόπιν μόλις αρχίσαμε τα ορεκτικά έγινε οριστικά ο κύριος της κουβέντας. Ποια αποτυχία!

Και το προσποιητό ύφος μιας στολής τον περασμένον αιώνα ήταν το φυσικό χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας προσποιημένων τρόπων και ψεύτικης κουβέντας, χαρακτηριστικό που ο ρεαλιστής δραματογράφος θα το εκτιμήση ανάλογα ίσαμε τις μικρότερες λεπτομέρειες και που το υλικό του μονάχα από την αρχαιολογία μπορεί ν' αντλήση.

Μα ο Μποέμ πάσκισε ναπομιμηθή και το ύφος της κουβέντας. Και σ' αφτό δεν πέτυχε, γιατί δεν μπήκε στο νόημα. Σαν έρχεται κανείς για ιντερβιού, τυχαίνει συχνά ή να του πης ένα λόγο, για να τον αποσώση εκείνος, όταν τα στρώση με την ησυχία του στο χαρτί για τον τύπο, ή να πης και δυο φορές ένα πράμαγια να το νοιώση καλήτερα. Ο Μποέμ, σαν του τάλεγα δυο φορές, τάβαζε δυο φορές κι αφτός.

Με τις λέξες της κουβέντας, το ύφος ζωντανέβει και πάει. Αφτό μάλιστα περνά εδώ για τέχνη. Στο Παρίσι, μια φορά κ' έναν καιρό, έλεγαν τα ίδια, δηλαδή πως κάτι φράσες είναι άτοπες ολότελα, όχι μόνο σε βιβλία επιστημονικά, μα και στο θέατρο ακόμη. Ως κ' η λέξη μαντίλι καταδικασμένη, ξωρισμένη. Την είπαν όμως, κ' οι Γάλλοι που την είπανε, δε ζούσανε, όσο ξέρω, μακριά από το Παρίσι.

Τα ξαναπέρασα όλα με προσοχή. Άφησα όσο μπόρεσα το ύφος της κουβέντας. Τα διώρθωσα όμως κ' ελπίζω να φαίνουνται πιο υποφερτά, και τουλάχιστο να λεν εκείνο που ήθελα να πω, και που το λέω ακόμη και σήμερις. Τα δικά του έμειναν ανάλλαχτα. 9 του Σταβρού, 1901. — Είστε ρεπόρτερ, κύριε; — Μάλιστα. — Πού γράφετε, στο Άστυ; — Μάλιστα.

Πού καπετανέοι τώρα σαν και μας; έλεγε πάντα στο τέλος της κουβέντας αναστενάζοντας. Και η Ουρανίτσα αναστέναζε μαζί του που χάθηκαν τώρα οι παληοί καπετανέοι σαν τον Λαλεμήτρο, να μην έχη κι' ο Γιαννιός ένα σαν κι' αυτόν, να ταξιδεύη στα σίγουρα. — Και αν μπατάρη το καράβι, Καπετάν Λαλεμήτρο, πνίγονται οι ανθρώποι; — Νάταν κι' άλλοι, έλεγε ο Λαλεμήτρος. Ούτε κοκκαλάκι δε βρίσκεται.

Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο. — Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη. — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια. Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες.

Έφθασε αυτός ο εγγλέζος, ο τώρα μόλις αλλόκοτος, έφθασε με την απλότητα κ' επέρασε στην εκφραστικότητα τις πιο θαυμαστές ωδές της ανθρωπότητος. Πολλοί από μας εκλάψαμε. Δεν φανταζόταν κανένας ότι του ανθρώπου η ομιλία μπορούσε να ντυθή τέτοια λαμπρότητα. Κι αυτό σ' ένα σαλόνι, δίχως σχεδόν να φαίνεται ότι αφήκε τον τόνο της κουβέντας.