United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο για την πολιτική του προς τους βαρβάρους, που τριγύριζαν το κράτος, Ούνους, Σλάβους κλ, για να τους φυλάη ήσυχους και να κυνηγάη τα ιδανικά του τα μεγαλεία: τι έκαμνε; Πότε τους έβαζε και πολεμούσαν ανάμεσα τους, πότε τους καλοπλέρωνε! Ό,τι μέτρα κι αν έπαιρνε όμως, μήτε του βαρβάρου η απιστία, μήτε του Πέρσου η ακοίμητη πλεονεξία δε δικαιολογούσανε μακρινές και φιλόδοξες εκστρατείες.

Όλοι βουβάθηκαν άφησαν τα τραγούδια, άφησαν τα ποτήρια από τα χέρια τους, ακούμπησαν τους αγκώνες τους απάνω στο τραπέζι, γύρισαν όλοι κατ' αυτόν και τον κοίταζαν περιμένοντας. Πήρε ανόρεχτα το μπουζούκι και σιγά, σα να βαρύνουνταν άρχισε να το κουρδίζη. Ένα μπουζούκι μεγάλο, που έβαζε, με μακρύ κοντάρι μπροστά, μ' ένα μακροστρόγγυλο κεφάλι.

Με πολλά λοιπόν καλοπιάσματα και γλυκά λόγια μου επρότεινεν ο υποψήφιος να γείνω κομματάρχης του και αντιπρόσωπος στην κάλπη του, κ' έπειτα θα μου έκαμνεν ό,τι ήθελα. Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε τον κουνιάδο μου που είχαν στη φυλακή για λαθρεμπόριο, θα έβαζε το γυιό μου υπότροφο και δε θυμούμαι πόσα άλλα, πού μ' έκαμναν να βλέπω στον ύπνο μου λαγούς με πετραχήλια.

Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακόσιας, αδιάφορον. Άλλως ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τας έκλεινε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον. Έως εδώ είχον φθάσει αι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσης γραίας. Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός, θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυκτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα.

Έπαρχος της αυλής αυτός, ας πούμε γενικός αρχιγραμματέας. Άμα του γύρευε χρήματα ο Ιουστινιανός, έβαζε τους βασανισμούς του σε δρόμο ο Καππαδόκης. Τρίτος τύραννος είταν ο Καλοπόδιος, σπαθάριος αυτός, δηλαδή αρχηγός της βασιλικής φρουράς, Πράσινος άλλοτες, τώρα Κυανός. Είτανε δεκατρείς Γεννάρη, 532. Ο αυτοκράτορας κ' η αυτοκρατόρισσα θρονιασμένοι στο κάθισμα σεριάνιζαν τους αγώνες.

Και πήγαν έκατσαν τειχιού ανάμεσα και τάρφου· εκεί φωτιά άναψε ο καθείς κι' ετοίμασαν να φάνε. Κι' ο γιος τ' Ατρέα μαζεφτούς τους πρώτους στην καλύβα τους πήγαινε όλους, και λαμπρό τους έβαζε τραπέζι. 90 Κι' εκείνοι σ' έτοιμα άπλωσαν λιγούδια, ομπρός στρωμένα.

Η παπαδιά τους χαλούσε πάντα τη συζήτησι, με την γκρίνια της, έβαζε παντού το λόγο της, τους έβγαζε ξυνό το λίγο κρασάκι, που τραβούσαν με την ησυχία τους και λυπότανε το λάδι που καιότανε στο λυχνάρι. Ο Παπα-Παρθένης έκλεισε το δεξί του μάτι στο φίλο του, έκαμε μία χειρονομία τινάζοντας το ράσο του και υστέρα είπε σοβαρά: — Την έπιασε πάλι το κεφάλι της, την ευλογημένη.

Μάταια οι άλλοι Μαθητές τον διαβεβαίωναν «Είδαμε τον Κύριο». Ευτυχώς για μας, αν και λιγότερο ευτυχώς για κείνον, διακήρυξε με έμφαση, ότι τίποτα δεν θα τον έπειθε, παρά μόνο αν έβαζε το δάκτυλό του στα σημάδια των καρφιών και τα χέρια του στο πλευρό Του. Μια βδομάδα πέρασε και οι πιστά καταγεγραμμένες αμφιβολίες του ανήσυχου Αποστόλου έμειναν ανικανοποίητες.

Ακούοντας όμως του ναύτη τα λόγια επισωπάτησεν αλαφιασμένος, σαν να είδε το φίδι εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!... Τ' ήθελε ν' ανακατέψη τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· και η μάνα του έβαζε ταμπάκο και η αδερφή του. Μπορεί να είνε συνήθεια του τόπου.

Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435 θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου. δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι, χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου, όσο εγώ ζω κ' εδώτην γη βλέπω το φως του ηλίου. κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440 ευθύς το μαύρον αίμα τουτην λόγχη μου θα ρεύση. ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέαςτα γόνατα του, κ' έβαζετα χέρια μου ψημένο κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονετα χείλη. όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445 και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται• αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι». να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.