Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Ας δούμε τώρα τι δρόμο πήρε η θρησκευτική του πολιτική. Και πρώτα, για τους Εθνικούς. Δεν είταν ακόμα ολότελα σβυσμένη η παλιά θρησκεία, μήτε στον έχτο αιώνα μήτε στον έβδομο, μα μήτ' αργότερα δε λείπουν σημάδια της· και τόσο βαστιούνταν ακόμα τώρα, που κάθε λίγο έβαζε και φιτίλια να ξετινάξη τη νέα θρησκεία.
Μα ο Αίας ο τρανόκαρδος δεν έστεκε εκεί χάμου 674 να πολεμήσει όπου οι λοιποί Αργίτες πολεμούσαν, Μον με μεγάλα βήματα τα ξύλα δρασκελούσε του πλοίου, σιώντας ναφτικό στις χούφτες του κοντάρι, πήχες εικοσιδιό μακρύ ζουναροκολλημένο. 678 Κι' όλο στους άντρες έβαζε φωτιά θεριοφωνώντας 732 «Βλαστάρια τ' Άρη ξακουστά, Αργίτικα ξεφτέρια, σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια!
Αυτό κιόλας το έκανε συχνά, αν κι ο Σβεν θα έκλεινε σε λίγο τα έξι χρόνια και σε σοβαρότερες περίστασες τονέ λέγαμε μεγάλο αγόρι. Πόση ώρα περνούσε όταν τον έβαζε μόνη της να κοιμηθή! Πόσο αλαφρά κι απαλά τον έγδυνε, πόσο προφυλαχτικά του έπλενε το μικρό κορμάκι, πόσο μαλακά το σκούπιζε κι όταν έπειτα έπρεπε να φορεθή το μακρύ νυχτικό, άρχιζε το παιγνίδι.
Είπα μετάφραζε, γιατί δε γύρεβε να κλέψη μια ή δυο λέξες αρχαίες, χωρίς να τις καταλάβη καλά. Έβαζε τον Ισοκράτη στην κοινή γλώσσα εκείνης της εποχής, για να μπορέση ο καθένας να τον ακούση.
Τότε ο αληθινός Θεός προσβλήθηκε και έκανε τους υπηρέτες αυτού του βασιλιά τόσο κακούς, που συνωμότησαν για να σκοτώσουν τον αφέντη τους. Ναι, έβαζε να λατρεύουν ένα Θεό, όλον από χρυσάφι: γι’ αυτό έμεινε στον κόσμο τόση αγάπη για το χρήμα και οι συγγενείς, ακόμα, σκοτώνουν τους συγγενείς για το χρήμα. Ακόμη και τα αθώα πλάσματα λατρεύουν το χρήμα.»
Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, τώβγαζε κρυφά-κρυφά απ' τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζη τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. «Από κει θα σας γράψω πάλι.
Αν δοκίμαζε να το κάμη μόνο έτσι για να πειράξη το Σβεν, αυτός έβαζε τη φωνή: — Όχι, να μην ακούση, δεν κάνει νακούση. Κ' η μαμά έσπρωχνε τον μπαμπά, ώστε ο μικρός μπορούσε να της πη στο αυτί ό,τι ήθελε. Και τότε θριάμβευε ο Σβεν. — Βλέπεις, έλεγε. Δεν κάνει να το ακούσης. Κ' έπειτα έφευγε κρατώντας το χέρι της μαμάς και περιγελούσε τον μπαμπά.
Έπειτα καθότανε με τα μικρόν στην αγκαλιά κι ονειρευότανε τον καιρό που είταν ακόμα πολύ μικρός και τονέ βύζαινε. Κι όταν τέλος τον έβαζε στο κρεββάτι, δεν ήθελε ποτέ να κάμη την προσευχή του. Εύρισκε χίλια μέσα να μην αφίνη τη μαμά να φύγη. Όταν όμως τέλειωνε την προσευκή, αγκάλιαζε τη μαμά και της ψιθύριζε: — Είναι τόσο ωραία, σα με βάζης εσύ στο κρεββάτι. Γιατί εσύ δε με πιάνεις ποτέ τραχιά.
«Τι μπορώ να πω περισσότερο για σένα απ' ό,τι όλοι ξέρουν; Ότι δηλαδή έχεις την ευθυμία μικρού παιδιού με τη γνώση του ανδρός και τόσον ευγενική καρδιά, όσο καμμιά απ' όσες φέρνουν δάκρυα στα μάτια; Πόσον έξυπνα παρεξηγούσε ό,τι θα του έλεγες κ' έβαζε στη μέση επίκαιρα κανένα ψέμμα που ήταν παράκαιρο!
— Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο. — Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα! Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του. Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης. Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν