United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκάσε, παληόστριγλα, εγόγγυζεν ο γέρων. Χμι.. Γμ!.. — Σι σι σι, σι σι σι! εσύριζεν ο Μάχτος. — Ώμορφα που σφυρίζεις, μικρό μου! έλεγεν η γραία. — Σκασμός, γρηά φούρκα! έκραζεν ο μέγας Γύφτος. Γρου!.... Ο Βούγκος εξηκολούθει το άσμα· Μες την φωτιά, μες την φωτιά Παίζει ο Γύφτος τη ματιά, Τη ματιά, τη ματιά, Τρα λα λα λα τρα λα τα, κτλ. Η γραία ενεθάρρυνεν αυτόν·Μπράβο, παιδί μου, ώμορφα!

Είμαι μαμαμούκος. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι είδους ζώο είν' αυτό; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μαμαμούκος, αμαθεστάτη, θα πη μεγιστάν. Κατάλαβες; Να, λίγη ώρα είνε που με χειροτόνησαν. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σαν τι χειροτονία σούκαναν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αν ξαίρης, αποκρίσου· δεν ξαίρεις; σκασμός! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΝ Πώς; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είμ' εγώ Μουφτής, Τ' είσαι συ; Δεν καταλαβαίνεις; Σκασμός! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι;

Β' ΑΝΗΡ Κι' αν δεν τα κουβαλήσουν, τι; Α' ΑΝΗΡ Θα τον εξαναγκάσουμε αυτόν που τα κρατεί. Β' ΑΝΗΡ Κι' αν ήνε οι περισσότεροι που τα κρατούνε, τι; Β' ΑΝΗΡ Και αν σου τα πουλήσουν, τι; Β' ΑΝΗΡ Πολύ καλά, κι' αν σκάσω τι; Α' ΑΝΗΡ Καλά θα κάμης. Β' ΑΝΗΡ Αλλά συ, κι' αν σκάσω, θα θελήσης να δώσης. Α' ΑΝΗΡ Νά κ' οι γείτονες που κουβαλούν επίσης. Α' ΑΝΗΡ Σκασμός, μ' αυτά που λες!

Λες και περνούσε πάλι μπροστά τους, στην ώρα του απάνω, ο Αγγελής, στοιχειό ενός στοιχειού. Ο Μιχαληός βλαστήμησε από μέσα του: — Σκασμός βρωμόσκυλα! Τώραπου να μην έσωναθαρρώ πως καταλαβαίνω κ' εγώ τη γλώσσα σας. Σκασμός! Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό.

Ένα τέτοιο σώμα πως θα το ξαπλώσουνε στο χώμα! ΓΥΝΑΙΚΑ. Δημήτριε, αφέντη, άλλαξε σκοπό! ΕΚΑΤΟΝΤ. Σκασμός, γυναίκες.. Εγώ τον θάνατο τον αγαπώ. Μιλήσετε και για το χώμα; Αυτό δα πιότερο απ' όλα αγαπώ ακόμα. Ο Γιεχωβάς πήρε στη χούφτα του να το μαλάξη του κόσμου όλα τα ωραία για να φτειάξη. Χώμα είν' το ψωμί που με την άσπρη σάρκα μοιάζει, χώμα και το σταφύλι που θαρρείς αίμα να στάζη.

Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο. — Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα! Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του. Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης. Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της.

Τούτο εξακολουθεί μέχρι τέλους της επικλήσεως, μεθ' ό εγύρονται όλοι κράζοντες Αλλάχεκμπέρ! Ο Μουφτής και δύο Δερβίσαι πηγαίνουν να φέρουν τον Ζουρνταίν». «Οι ανωτέρω, ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ, φέρων Τουρκικήν ενδυμασίαν, με την κεφαλήν ξυρισμένην χωρίς σαρίκι και χωρίς σπάθην, ο ΜΟΥΦΤΗΣ με το επίσημον σαρίκι». Δεν ξαίρεις; Σκασμός! Είμ' εγώ Μουφτής, τ' είσαι συ; Δεν καταλαβαίνεις; Σκασμός;

Ε! είμαστε πάτσι τώρα· πάτσι κι απαγάι δε λέω καλά; — Και να συλλογιστώ πως δυο λεφτά πριν τους κακογλωσσίζαμε. — Σουτ! σκασμός μη σ' ακούσουνε! Το κεφάλι μου βάνω πως κάτι καλό θα βγάλη το κίνημα τους. Ήμαρτον, Θε μου, μη μας συνεριστής. Κλαίγανε κ' οι δυο τους από χαρά. Μα στην ίδια θέση βρισκότανε κ' η Ελπίδα.

Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε. Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε. — Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω. Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! — Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες; Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο.

Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πίει αρκετά, αναλόγως, ωμιλούσε μέσα στον ύπνον του, ή μάλλον παραμιλούσε. Το μωρόν δεν εδέχθη την ρανίδα του ρευστού εις το στόμα, αλλά την ελάκτισε με την γλωσσίτσαν του, εν τη ορμή του βηχός, όστις είχεν αυξήσει λίαν αλγεινώς. — Σκασμός! . . . είπε πάλιν ο Κωνσταντής, ο πατήρ του βρέφους μέσα στον ύπνο του.