United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' αυτή τη διδασκαλία, σ' ένα μήνα μοναχά, τον εγύμνασε να κυνηγάη στα μουγγά. Όταν το βέλος του πλήγωνε κανένα ζαρκάδι ή αγριοκάτσικο, ο Χουσδάν χωρίς πεια να γαυγίζη, ακολουθούσε ταχνάρια στον πάγο, στο χιόνι ή στα χορτάρια. Αν πρόφταινε το αγρίμι στα δάση, ήξερε να σημαδεύη το μέρος μαζεύοντας φύλλα.

Άκουσε να σου το ειπώ κρυφά: Άλλαξέ τους θέσιν, και ειπέ μου έπειτα, αν ημπορής, ποίος είναι ο κριτής και ποίος ο κλέπτης. — Είδες ποτέ σου ζητιάνον να του γαυγίζη μανδρόσκυλος; ΓΛΟΣΤ. Ναι, αυθέντα μου. ΛΗΡ Και να φεύγη τον σκύλον ο πτωχός; Αν τον είδες, είδες την εικόνα της εξουσίας. Ο σκύλος είναι εις υπούργημα, και τον υπακούουν. — Αχρείε χωροφύλακα, το χέρι μη σηκώνεις το άσπλαγχνόν σου!

Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε. Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε. — Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω. Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! — Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες; Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο.

Τότε χαίρομαι, είπεν· ο σκύλος ας γαυγίζη για τη βάρκα του, κ' εμένα ας με γυρεύουνε στο σπίτι..... Ο νέος έλαβε το θάρρος να ερωτήση·Πού ήτον ο κυρ-Μοναχάκης, που κατέβηκες απ' το σπίτι; Η Λιαλιώ απήντησεν·Όλο στον καφενέ περνάει την ώρα του.....Ως τα μεσάνυκτα δεν ξεκολλάει... Εμένα μ' αφήνει πάντα μοναχή μου... Κ' εφαίνετο ετοίμη να κλαύση.

Ο σκύλος αισθανθείς μακρόθεν την παρουσίαν της, ήρχισε να γαυγίζη. Είχεν έλθει άρα, πλησίον εις το κατάλυμα της παρελθούσης νυκτός χωρίς να το σκεφθή! Και τώρα μόνον ήρχισε να το σκέπτεται. Έως την στιγμήν το ένστικτον την είχεν οδηγήσει.

Χύμηξε από πίσω αγριεμμένο κι' άρχισε να γαυγίζη άγρια. Ύστερα, σαν να του σβύσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ' τα σκέλια κ' έφυγε μακρυά. Τ' Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ' το κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε στα φτερά του ο αέρας. Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλύστρησαν μέσα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Κύριε, θα μ' ακούσης· διατί να φέρνεσαι μ' εμέαυτόν τον τρόπον; πάντοτ' εγώ σ' έχω αγαπήση· αλλά δεν βλάπτει· και ο Ηρακλής αν προσμαχή να το εμποδίζη, θα νιαουρίζ' η γάτα, ο σκύλλος θα γαυγίζη. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Οράτιε μου, αν μ' αγαπάς, συνόδευσέ τον. Αίθουσα εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ

Ενώ μιλούσεν ο κυνηγός, εξακολουθούσεν ο σκύλος να γαυγίζη και η καρδιά των πουλιών να κτυπά πιο δυνατά, και το κόκκινο βασίλεμμα του ηλίου έκαμνε το αργυρό νόμισμα να λάμπη σαν να ήταν χρυσό. — Καλά έκαμες να μ' αρωτήσης, αποκρίθηκεν η Μηλιά.