United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μα ο Πηλεύς της Θέτιδος ο άνδρας είχε γίνη, που ήταν φρόνιμος. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Γι αυτό του το 'σκασε κ' εκείνη. Ο νους σου τώρ' ας κρίνη, παιδάκι μου, πόσα καλά η φρονιμάδα κλείνει! Τι ηδονές θα στερηθής! παιδιά, γυναίκες, φαγητά, τι γέλια και τι χάχλανα και τι παιγνίδια και πιοτά!

Ό,τι κι' αν έκανε κι' ό,τι κι' αν έλεγε, δε θα του διώριζα ούτε την παραμικρή αφαίμαξι ούτε το παραμικρό κλύσμα· θα τούλεγα σκάσε, σκάσε, να μάθης άλλη φορά να παίζεις με την ιατρική. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Πολύ θυμωμένος είσαι μαζί του. ΑΡΓΓΑΝ Και βέβαια. Είνε ασυλλόγιστος άνθρωπος· κι' αν έχουν μυαλό οι γιατροί, πρέπει να κάνουν εκείνο που είπα.

Εκείνος τον κοίταζε, αλλά δεν έβλεπε πια τα μάτια του. «Η θεία Νοέμι το ’σκασε αμέσως μόλις με είδε! Δε θα με συγχωρήσει ποτέ! Τι σου είπε; Πες μου. Ότι δε θέλει πια να με δει, ότι ορκίστηκε να μην ξαναπροφέρει το όνομα μου; Το ξέρω, αλλά δεν πειράζει. Είμαι ευχαριστημένος που παντρεύεται.

Κάποιοι είπαν πως το ’σκασε από το φόβο των καραμπινιέρων. Έτσι ο Έφις απόμεινε με τους δυο τυφλούς. Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο Τους έσερνε πίσω του για πολύ καιρό. Πήγαιναν από πανηγύρι σε πανηγύρι μόνοι ή στη σειρά με άλλους ζητιάνους, σαν καταδικασμένοι που κατευθύνονται σε έναν απλησίαστο χώρο μαρτυρίου.

Θέλω τον Ληρ να εύρω. ΙΠΠΟΤ. Δος μου το χέρι, φίλε μου. Άλλο να 'πής δεν έχεις; ΚΕΝΤ. Ολίγα έχω να ειπώ κ' έχω πολλά να κάμω. Εγώ πηγαίνω απ' εδώ, πήγαιν' απ' άλλον δρόμον, κι' όποιος τον Ληρ πρωτοϊδή τον άλλον ας φωνάξη. Έτερον μέρος της αυτής αδένδρου εξοχής. Η τρικυμία εξακολουθεί. ΛΗΡ Φύσ', άνεμε, και μάνιζε, σκάσε τα μάγουλά σου!

Κοιμήσου». Το παιδί χασμουρήθηκε. «Η γιαγιά μου όμως λέει ότι όταν πέθανε η ντόνα Μαρία Κριστίνα, η παλιά, καλή κυρά σας, σαν να έπεσε ανάθεμα στο σπίτι σας. Είναι αλήθεια ή όχι;» «Κοιμήσου, σου λέω, δεν είναι ώρα .....». «Ε, αφήστε με να μιλήσω! Και γιατί το’ σκασε η ντόνα Λία, η μικρή σας κυρά; Η γιαγιά μου λέει ότι εσείς το ξέρετε, ότι τη βοηθήσατε να το σκάσει, τη ντόνα Λία.

Όχι, εκείνη δε χόρευε, δε γελούσε, της ήταν αρκετό όμως να βλέπει τους άλλους να διασκεδάζουν επειδή είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε κι εκείνη να πάρει μέρος στο πανηγύρι της ζωής. Τα χρόνια όμως περνούσαν και το πανηγύρι της ζωής γινόταν μακριά από το χωριουδάκι, κι έτσι η αδελφή της η Λία, για να μπορέσει να πάρει μέρος σ’ αυτό, το ’σκασε από το σπίτι...

Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας «Σκάσε, σκυλί, και σε γονιούς και φως μη με ξορκίζεις! 345 τι το κακό που μούκανες, αχας μπορούσα ο ίδιος έτσι να σ' τις σπαράξω ωμές και να σ' τις φάω τις σάρκες.

Ηθέλησε να φωνάξη ν' αφήσουν το αντί και την σαγίττα, αλλ' ο ήχος εξέπνευσεν εις το στόμα της. — Σκάσε, μωρή! έγρυξεν ο Μούρτος. Τι λογιάζεις; Τι γλέπεις και γελάς; Ο Μούρτος, εν τη μέθη του, είχεν εκλάβει ως γέλωτα την άναρθρον εκείνην κραυγήν της αδελφής του.

Με τόσα δάκρυα, είπεν ο ξένος ποιήσας χειρονομίαν. — Και δεν τον κατάφερες ακόμη; — Όχι. Σε θέλει. — Τι με θέλει; — Σε θέλει διά να ζεσταίνεται. — Γου! έκαμεν η Γύφτισσα. Μη χειρότερα! — Δεν με πιστεύεις; — Αλήθεια, γέρο μου; — Σκάσε, παληόστριγλα, είπεν ο Γύφτος. Χρου!... Γμου!.. Και ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την παιδιάν.